Μόλις βγήκαμε στην Εθνική έτρεχε σα σίφουνας.
– Νομίζω κάτι ξέχασα σπίτι σου…
– Τα μυστικά μου;
– Τα εσώρουχά μου…
Ξαφνικά φρενάρισε απότομα.
– Τι έγινε; Γιατί σταμάτησες;
– Κατέβα… πάμε στο δασάκι… αλλά μπορεί να φαίνεσαι και λίγο…
Εκείνη την στιγμή άνοιξε το θερμό με το μαγικό φίλτρο ήπιε, μου έδωσε κι εμένα. Η αλήθεια είναι ότι δεν φαινόμουν ολίγος, φαινόμουνα ολόκληρος. Το δασάκι ήταν ένα πεύκο… υπήρχε και ακόμα ένα (πεύκο) μα ήταν στα 5 μέτρα. Αλλά δεν με πείραζε. Δυο λεπτά…. ένας αιώνας! Με κοίταξε σαν υπνωτισμένη.
– Πεινάω.
– Θες γαρίδες;
– Ναι, μα θα πάμε σπίτι μου να τις ψήσουμε μου απαντάει.
Σταματήσαμε στο πρώτο ψαράδικο που βρήκαμε. Αγοράσαμε. Στην συνέχεια σπίτι της. Μπαίνοντας τις είπα να πάει να κάνει ένα ντουζ και το μαγείρεμα θα το αναλάμβανα. Με κοίταξε γεμάτη νόημα.
– ok… τα αφήνω όλα πάνω σου, μου είπε καθώς απομακρυνόταν.
Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Πήρα ένα μπολ μεγάλο, έριξα τις γαρίδες και άρχισα να καθαρίζω το κέλυφος, αφήνοντας μόνο το κεφάλι και την ουρά. Στην συνεχεία έβγαλα με μια οδοντογλυφίδα το μαύρο εντεράκι, τις ξέπλυνα και τις άφησα να στραγγίξουν. Βγήκα στο κήπο κι έκανα προθέρμανση στην ψησταριά στους 180 βαθμούς Κελσίου για άμεσο ψήσιμο. Επέστρεψα στην κουζίνα. Κοντοστάθηκα στο μπαρ, κοιτώντας να βρω μια σαμπάνια, για την συνταγή μου… Δυστυχώς ξέχασα πριν να αγοράσω, μα ευτυχώς είχε. Η καρδιά μου ξαναπήγε στην θέση της… που προς στιγμή φοβήθηκα ότι ο αυτοσχεδιασμός μου δεν θα πετύχαινε.
Βούτηξα τις γαρίδες μέσα σε ένα μπολ με σαμπάνια και τις αλάτισα ελαφριά. Ξανά πίσω στο κήπο, τοποθέτησα τις γαρίδες στην σχάρα για 5-7 λεπτά, γυρίζοντας τις γαρίδες κατά την διάρκεια. Τις έβαλα στο πιάτο. Επέστρεψα σπίτι. Εκείνη με περίμενε φορώντας ένα φανελάκι με ένα μποξεράκι.
– Μμμμ… τις πέτυχες.
Πήρε μια και αφού μου πρόσφερε μία μπουκιά, έσκυψε και με φίλησε τρυφερά. Λίγο αργότερα μου άδραξε το χέρι και με κατέβασε στην παραλία. Ανάψαμε φωτιά, ο ύπνος μας βρήκε και ξυπνήσαμε αγκαλιά μετά το ηλιοβασίλεμα.