Η ζωή της για μήνες ή χρόνια ήταν ένας μακρινός δρόμος που τον προχωρούσε μόνη της χωρίς να ξέρει που οδηγεί. Φοβήθηκε, κουράστηκε, μάτωσε, απογοητεύθηκε. Συνέχισε όμως γιατί μέσα της έλαμπε ένα Φως. Φώτιζε το σκοτάδι, τη ζέσταινε όταν κρύωνε, έφτιαχνε εικόνες στα μάτια της για συντροφιά, για να μη φοβάται. Στο δρόμο αυτό είχε πολλά εμπόδια να ξεπεράσει και ήταν όλα δικά της…
Στην αρχή συνάντησε το βασιλιά του Δισταγμού, το Φόβο! Του χάρισε όμως την Ελπίδα και τον προσπέρασε (Εσύ τι θα του χάριζες;)
Μετά ήρθε η Μοναξιά. Ζήτησε κι αυτή κάτι… Της χάρισε το Όνειρο και συνέχισε! (Εσύ;) Πίστευε ότι ήταν δυνατή μέχρι που συνάντησε τον Εγωισμό! Πάλεψε σκληρά μαζί του. Ήταν τόσο δυνατός. Πήρε όλες της τις Αναμνήσεις και την άφησε να νικήσει… Αισθανόταν και πάλι δυνατή μέχρι που συνάντησε τη Λογική. Υποκλίθηκε μπροστά της. Ήταν τέλεια! Ένιωσε για μια στιγμή που νόμιζε κράτησε αιώνες ότι δεν είχε πια όπλα. Έπρεπε να γυρίσει πίσω. Κοίταξε πίσω της και τότε το αποφάσισε! Αποφάσισε λοιπόν να χάσει κάτι πολύτιμο που της είχε απομείνει. Της χάρισε το Μέλλον της και έφυγε. (Εσύ τι θα έκανες;)
Άρχισε τότε να τρέχει. Ήταν τόσο ανυπόμονη να φτάσει στο τέρμα του δρόμου. Κι επιτέλους τα κατάφερε! Εκείνος ήταν εκεί, στο τέρμα του δρόμου και την αρχή τη δική της! Ήταν κοντά Του, χωρίς το όνειρο, χωρίς την ελπίδα, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον. Υπήρχε μόνο το παρόν, εκεί μαζί Του και εκείνο το Φως που υπήρχε μέσα της! Η Αγάπη της γι΄Αυτόν που φώτιζε όλα τα σκοτάδια του κόσμου…