Το όνειρο μου στους εφιάλτες της μέρας.
Έψαχνα να σε βρω τις στιγμές της χαράς να σ’ ευχαριστήσω …έψαχνα να σε βρω να μου απαλύνεις τον πόνο. Σε έψαχνα θυμωμένος και οργισμένος όταν πονούσα να σε ρωτήσω γιατί. Σε έψαχνα ερωτευμένος με φτερά ανοιχτά πανιά να σου πω πως τώρα ζω. Και δεν σε έβρισκα, δε σε ένιωθα, δεν με άγγιζε το πουπουλένιο σου χάδι, έκλεινα τα μάτια να δω τη φωτεινή σου αύρα και δεν έβλεπα.
Γιατί δεν υπήρξες …δεν σε είχα ποτέ γι’ αυτό και πάντα ήθελα να νιώσω τη σκιά σου πλάι μου. Γλύκαινα στη σκέψη ότι κάποτε θα έρθεις και θα με προστατεύεις εσύ από τα αρπακτικά του κόσμου, από τις άγριες νύχτες, από τη ζοφερή μοναξιά, από το έρεβος της έλλειψης και της απουσίας.
Μα δε σε βρήκα ποτέ. Ήσουν το παραμύθι που με έτρεφε, η ελπίδα που δεν πέθαινε, το όνειρο που με κοίμιζε στους εφιάλτες της μέρας.
Ας σε ένιωθα απόψε Φύλακα Άγγελέ μου τα φτερά σου …ανάσα μου.