Φώτα αναμμένα παντού.
Φως από δω, φως από κει, φως παραπέρα.
Όλοι μιλάνε για φως και μπροστά μου βλέπω ένα λογαριασμό της ΔΕΗ.
Ακούω για θεϊκή πηγή, για συμπαντική ενέργεια και βλέπω ένα μικρό παιδί να παίζει με την πιπίλα του σα να’ ναι καραμέλα.
Τόση μεγάλη είναι η λαχτάρα σου που σε οδηγεί οπουδήποτε λαμπυρίζει να πάρεις λίγη ανακούφιση.
Τόση είναι η δίψα σου που γίνεσαι υποχείριο για λίγες σταγόνες δροσιάς.
Μάταια ψάχνεις να ξεδιψάσεις με γλυφό νερό.
Μάταια γυρεύεις να δεις εκεί που σε τυφλώνουν.
Τη γλύκα που ζητάς, θα τη γευτείς μονάχα αν το ένδυμά σου δεχτείς να το αφήσεις.
Μα είσαι γερά δεμένος που δεύτερο δέρμα σου έγινε και πως να το πετάξεις.
Κρατιέσαι από πάνω του σα λάφυρο μη και το χάσεις, μη και στο πάρουν και πώς θα πορευτείς χωρίς στραβή πυξίδα;
Σπασμένη περπατησιά ο δρόμος σου, έχασες τον προορισμό σου.
Βαδίζεις λες μακριά απ’ τη σκιά σου, μα όσο πας, όλο και ένα γίνεσαι μαζί της.
Εκεί που βρήκες την άκρη στο κουβάρι, εκεί να σου και άλλες άκρες μπροστά σου ξεφυτρώνουν.
Ακόμα να καταλάβεις, πως ψάχνεις άδικα να χωρέσεις στο μυαλό σου, αυτό που δε χωρά ό,τι και να κάνεις;
Μπορείς να χωρέσεις τη θάλασσα μέσα σε μια λακκούβα με ένα κουτάλι;
Όσο το ένδυμα αυτό του εγωισμού σου θα φοράς, τόσο θα ξεμακραίνεις απ’ την αστείρευτη πηγή, τόσο πιο διψασμένος θα έρχεσαι, τόσο θα σκοτεινιάζεις.
Καταδικασμένος σε έναν κόσμο που μικραίνει ότι δεν κατανοεί για να το χωρέσει στο στενό μυαλό του, αφού του είναι δύσκολο να ανοίξει την καρδιά του.
Όσο ζητάς επίμονα να χωρέσει το άπειρο μες στο μυαλό σου, όλο και περισσότερο η ορφάνια σου θα μεγαλώνει…
Ένας κόσμος που ασταμάτητα αγαπολογεί και ψάχνει την αλήθεια, που κοντοστέκεται, σκοντάφτει πάνω σε αστραφτερά κοσμήματα και βολεύεται με ψεύτικα μπακίρια.
Μα μόνο μία είναι η Οδός, η Αλήθεια κι η Ζωή!
Μα πόσοι διαφορετικοί όμως οι δρόμοι προς αυτή!