Άνθρωποι, ξημερώματα στη μεγάλη πόλη. Μοναξιές που περιφέρονται, φίλοι που ανταμώνουν, σώματα που γιορτάζουν, σκιές που κάτι αθόρυβα θρηνούν. Επιθυμίες που γαντζώνονται σαν ξενιστές στα κουρασμένα σώματα, – άλλες που γίνονται φλόγα και φωτίζουν, και άλλες που δεν λένε να ανάψουν καν – βρεγμένα σπίρτα. Πρόσωπα χαμογελούν, πρόσωπα συννεφιάζουν. Παντζούρια κλειστά, – και πόσα κρύβουν. Ένα λεωφορείο που δεν σταμάτησε στη στάση, ένα αυτοκίνητο που δεν βρίσκει να παρκάρει πουθενά, ένα χαλασμένο φανάρι, φιγούρες που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα. Πόσες προσωπικές μικρές ιστορίες.
Άνθρωποι που δε μετάνιωσαν να αφεθούν, που δε φοβήθηκαν τον άνεμο. Ψάχνουν για ωκεανό, τιμώντας τους εαυτούς τους, και μην αναβάλλοντας πια το επόμενο βήμα με ψυχή και σώμα. Έχοντας κατανοήσει ότι όλα είναι στιγμές κι όλα εδώ μένουν. Και όταν χάσεις τα πάντα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα! Κι αν κάποτε για κάποιο λόγο γίνεις βράχος και σκάνε πάνω σου τα κύματα, δεν απογοητεύεσαι από τη ζωή. Η μοναξιά είναι επιλεκτική, – δεν υπάρχει φόβος όταν πάψεις να ζεις με τα πρέπει των άλλων. Τα δικά σου πρέπει. Δεν έχει σημασία αν έχεις ή τι δεν έχεις. Σημασία έχει να μην είσαι λίγος, να μη ζεις στη σκιά των άλλων, να μη κουβαλάς βάρος, να μη σέρνεις τον εαυτό σου, να μη σε νοιάζει η ζωή των άλλων.
Άνθρωποι που αναγκάζονται να διχαστούν και τελικά γυρίζουν σελίδα. Σκιές από το παρελθόν μπροστά τους. Η ζωή είναι απρόβλεπτη το ίδιο και οι άνθρωποι της. Αυτό που ανυπομονούμε να ζήσουμε, μύθος. Ο φόβος προς την ουσιαστική ελευθερία μετατρέπει τον άνθρωπο σκιά του εαυτού του, – η έλλειψη πραγματικής αγάπης το ίδιο. Άραγε θα καταλάβουμε πότε ή κάποτε πως όταν δεν υπάρχει ελπίδα τότε υποφέρουμε; Για να ξαναγεννηθείς πρέπει να πεθάνεις τελείως, πραγματικά ή μεταφορικά. Αν θέλουμε να πορευόμαστε στον δρόμο της ελευθερίας χρειάζεται πρώτα να ανακαλύψουμε το μονοπάτι της αγάπης. Εκεί δεν κατοικεί ο φόβος παρά η πίστη πως η ελπίδα θα μας οδηγήσει στην Ανά(σ)ταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
Όταν ο άνθρωπος ξεφορτωθεί το περιττό, αποφασίζει να επικεντρωθεί στη σωστή προσέγγιση αυτού που τον απασχολεί, αποκτά σκεπτικισμό, αναζητά την ουσία, την αλήθεια. Και τότε γνωρίζει πως οι λέξεις αν, τι, δηλαδή, πως… δεν περιέχουν αρνητική έννοια. Δεν είναι πια τυφλός, δεν εθελοτυφλεί. Πραγματικά αναρωτιέμαι πως όταν σβήσουν τα φώτα, άραγε η στιγμή παύει να είναι παράλογη; Ότι δε διορθώθηκε στο φως της ημέρας, το τακτοποιήσαμε μέσα μας και προχωρήσαμε; Άραγε πως μπορεί κάποιος να συνδυάσει τη ψυχρή πραγματικότητα με την υπερβατική ομορφιά και τη λάμψη των αστεριών; Και εντέλει άραγε μπορεί ο άνθρωπος στο ταξίδι της ζωής του να ενώσει τα κομμάτια του, να βάλει ένα λιθαράκι ακόμα στη πίστη του; Να διδαχθεί τη ταπεινότητα του; Να παραμερίσει το εγώ του; Να βρει τις ρίζες του; Για να πετάξεις πρέπει να πάρεις ρίσκο, αλλιώς συνεχίζεις να προχωράς. Όταν χάνουμε κάτι ή κάποιον ίσως να μη θέλουμε να φύγουμε από αυτό το συναίσθημα. Ίσως να θέλουμε να μείνουμε σε αυτό. Να το βιώσουμε. Ίσως τελικά να υπάρχει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα σε αυτό που επιθυμούμε και στο πραγματικό. Ίσως οι επιθυμίες να είναι καταδικασμένες στη ματαίωση. Ίσως…