Σε προηγούμενο άρθρο είδαμε πως τα παιδιά γίνονται «πατερίτσες» των γονιών τους. Εδώ θα πάμε ένα βήμα παραπέρα, στο πως γίνεται κανείς «πατερίτσα» στην ενήλικη ζωή.
Υπάρχουν αυτοί που ψάχνουν για κάποιον να τους στηρίζει, να τους καθοδηγεί και να τους παρέχει ασφάλεια και αυτοί που ψάχνουν κάποιον αδύναμο να φροντίζουν, να στηρίζουν και να προστατεύουν. Φυσικά και δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που είμαστε υποχρεωμένοι ή που παροδικά θέλουμε να στηρίξουμε κάποιον. Όταν γινόμαστε γονείς, για παράδειγμα, είναι υποχρέωσή μας να στηρίξουμε το παιδί μας στα πρώτα του βήματα και όσο χρειαστεί μέχρι την ενηλικίωσή του. Όπως είναι φυσιολογικό να στηρίξουμε ένα φίλο, ένα συνάδελφο, τον αδελφό μας ή και τους γονείς μας αν χρειαστούν τη βοήθειά μας. Δεν αναφέρομαι στις περιστασιακές περιπτώσεις παροχής βοήθειας ( που είναι απόλυτα φυσικό να υπάρχουν) αλλά σε μόνιμες εξαρτημένες σχέσεις παροχής βοήθειας.
Το να γίνει κάποιος το άτομο εκείνο που χωρίς τη στήριξή του ο άλλος δε μπορεί να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα και μάλιστα σε μόνιμη βάση, είναι σα να γινόμαστε η «πατερίτσα» του για να μπορεί να περπατάει.
Κοιτάζοντας γύρω μας, μπορούμε να δούμε τέτοιου είδους σχέσεις, είναι πιο εύκολο, άλλωστε, να κάνουμε τέτοιες διαπιστώσεις όταν παρατηρούμε τους άλλους.
Η παροχή στήριξης μπορεί να περιορίζεται σε μερικούς τομείς (οικονομικό, συναισθηματικό κ.α.) ή να καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα αναγκών. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, είναι μία προσπάθεια να καλυφθούν πολύ βαθύτερα κενά, τα οποία έχουν δημιουργηθεί ή, καλύτερα, δεν έχουν καλυφθεί στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Συνήθως οι άνθρωποι που χρειάζονται κάποιον να «στηριχθούν» είναι εκείνοι που αδυνατούν να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους και των πράξεών τους. Αισθάνονται ανεπαρκείς, ανασφαλείς, αδύναμοι να αναλάβουν πρωτοβουλίες και φοβούνται τις καθημερινές προκλήσεις. Ανεξάρτητα από την πηγή των παραπάνω, είναι άτομα που δεν έχουν καταφέρει να ολοκληρωθούν συναισθηματικά και ψυχολογικά κι η πιο ανώδυνη φαινομενικά τακτική (συνειδητά ή ασυνείδητα) είναι το να μπουν πίσω από την ασπίδα που μπορεί να τους προσφέρει ένα πιο «δυνατό» άτομο.
Από την άλλη οι άνθρωποι που παρέχουν αυτού του είδους τη στήριξη είναι εκείνοι που έχουν μάθει από παιδιά ότι έτσι πρέπει να κάνουν, προκειμένου να εισπράξουν αποδοχή ή και αγάπη.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι πολύ βαρύ και εξαντλητικό το φορτίο που επωμίζεται το άτομο που αναλαμβάνει το ρόλο της «πατερίτσας» και ιδιαίτερα εξαρτησιακή η σχέση που δημιουργείται.
Κανείς από τους δύο δεν μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα μέσα σε μια τέτοια σχέση. Κανείς από τους δύο δε μπορεί να εξελιχθεί, να ανεξαρτητοποιηθεί και να αυτονομηθεί όσο βρίσκεται σε μία τέτοια σχέση. Κανείς από τους δύο δεν καλύπτει τα κενά του ουσιαστικά παρά μόνο παροδικά και φαινομενικά. Και τέλος, αργά ή γρήγορα, και οι δύο εξαντλούνται από αυτή τη μορφή σχέσης.