Όταν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, ο κόσμος πλημμύρισε χρώμα και φως. Ήμουν ξεχωριστή, αγαπητή, ευλογημένη. Ο πιο τυχερός άνθρωπος στη γη. Υψώθηκα πιο πάνω απ’ όλους. Σε φόρεσα σαν το πολύτιμο κόσμημα που μου δώθηκε από κάποιο μυστικό θεό. Ακτινοβολούσα ευτυχία. Με την παρουσία σου, μου έδωσες όλη ετούτη τη λάμψη. Ο νέος μου εαυτός ήταν αξιολάτρευτος. Και πώς να μην είναι; Ποιος δεν αγαπά κάποιον που σκορπίζει αστερόσκονη στο πέρασμά του; που έχει μόνο χαρά να δώσει; Ήσουν η σπουδαία μου κατάκτηση και κάρφωσα περήφανη το λάβαρό μου πάνω σου. Πλέον θα σε περιέφερα παντού με καμάρι.
Με τον καιρό η αξία σου μεγάλωνε και από κόσμημα, μεταμορφώθηκες σε έναν τεράστιο χρυσό καθρέφτη. Κι εγώ ο,τι άγγιζα γινόταν χρυσός. Σε πήρα σπίτι και σε στόλισα στο σαλόνι μου. Όσοι σε έβλεπαν σε θαύμαζαν κι εγώ φούσκωνα από περηφάνια. Κάθε πρωί καθρεφτιζόμουν πάνω σου. Τι όμορφη που ήμουν, σκεφτόμουν. Δεν ήξερα ποιόν από τους δυο μας θαύμαζα πιο πολύ. Εσένα ή εμένα. Χωρίς αμφιβολία, ήμασταν τα δύο πιο υπέροχα πλάσματα στον κόσμο.
Αυτό ήταν η αγάπη που λένε πως όλα τα γιατρεύει, αφού η αγάπη σου όλα τα είχε γιατρέψει. Όλες οι σκιές είχαν εξαφανιστεί. Είχα μόνο φως και ομορφιά. Ήρθε η μαγική σου αγάπη σαν από μηχανής θεός και όλα διορθώθηκαν. Εκείνη που μου είχαν μάθει ότι έρχεται στη ζωή του ανθρώπου που την αξίζει και πολύ έχει υποφέρει μέχρι να τη συναντήσει. Που όταν έρχεται πια, πέφτουν οι τίτλοι του ευτυχισμένου τέλους και αποκαμωμένοι πάμε για ύπνο με ένα γλυκό αναστεναγμό.
Σε πρόσεχα, σε γυάλιζα και σε φρόντιζα. Φοβόμουν μη μου σπάσεις.
Είχαν περάσει πολλές μέρες και νύχτες όταν ξαφνικά, ένα πρωί διαπίστωσα πως η λάμψη σου είχε χαθεί. Συνέβη αργά και ύπουλα χωρίς να το καταλάβω. Θύμωσα. Σου ζήτησα το λόγο. Σε διέταξα να κάνεις όσα έκανες. Σε είδα να κρύβεσαι, να φοβάσαι ότι έκανες κάποιο ακατανόητο λάθος και να κλαις. Να μου ζητάς συγνώμη για κάτι που δεν καταλάβαινες. Θύμωσα περισσότερο. Είχα πονέσει πολύ και δεν είχα καιρό για δάκρυα. Πού ήταν τώρα η ομορφιά και η λάμψη μου; Όπως την είχες φέρει ξαφνικά, έτσι αναπάντεχα την έπαιρνες πίσω. Πού ήταν η αστείρευτη δύναμη που μου είχες χαρίσει με τον ερχομό σου; Άρπαξες βίαια από πάνω μου όλα τα πανάκριβα ρούχα που εσύ μου είχες φορέσει.
Ξεχύθηκαν από μέσα μου λόγια σκληρά που δεν περίμενα ποτέ πως θα έλεγα. Κάθε λέξη που ξεστόμιζα χτυπούσε πάνω σου και σε ράγιζε. Στο τέλος πια με έδειχνες μικρή, πολλαπλασιασμένη σε δεκάδες κομματάκια.
Έχασα την ελπίδα μου. Έχασα τον καθρέφτη μου, το θαύμα που μου χαρίστηκε. Ήταν μια αυταπάτη. Δεν θα έπεφταν τίτλοι ευτυχισμένου τέλους για μένα.
Θέλησα να γράψω ποιήματα για τη θλίψη μου. Να τραγουδήσω τον πόνο για το χαμό σου. Να βρω τις κατάλληλες λέξεις να περιγράψω την άδικη προδοσία σου.
Μα εκεί που σε σκέφτομαι και κλαίω σπαρακτικά, ξαφνικά σωπαίνω. Προσπαθώ να φέρω στη μνήμη μου την εικόνα σου, το χρώμα των ματιών σου. Το όνομά σου. Μάταια. Μόνο τα δικά μου χαρούμενα μάτια θυμάμαι. Κλαίω για το δικό μου σβησμένο χαμόγελο.
Για αυτό θα γράψω λοιπόν.
Σκουπίζω τα δάκρυα και σηκώνω μανίκια, όταν ακούω μια φωνή από το βάθος : “τι έσπασε;”
“Όλα καλά”, λέω, “ένας καθρέφτης”.
Έχουμε μεγάλη ανάγκη να αγαπάμε τον εαυτό μας. Έχουμε αποδεχθεί, κάθε τι όμορφο που έχουμε να το μειώνουμε και κάθε τι λιγότερο όμορφο να το μεγεθύνουμε. Προσπαθούμε απεγνωσμένα να στηριχθούμε από κάποιον, από κάτι, που θα μας κάνει να σταθούμε στα καλά μας στοιχεία και να νιώσουμε περήφανοι για αυτά. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η “ομορφιά” μας είναι μέσα μας, ταυτίζεται με μας. Καθρεφτίζουμε τον εαυτό μας στον άλλον, που ίσως αγαπάμε, περιμένοντας να γίνει ένα με εμάς. Μα πώς είναι δυνατόν? Είναι ένας άλλος, με το δικό του τρόπο σκέψης και τα δικά του βιώματα και δεν μας επιτρέπεται… Διάβασε περισσότερα »