Τα χρώματα της μέρας με παρασέρνουν σ’ ένα τρελό χορό σκέψεων και ιδεών, πέρα απ’ τ’ απτό και προφανές. Συλλογίζομαι πώς, η άνοιξη επαναστάτησε για τα καλά μέσ’ στην καρδιά μου, έτσι ώστε κάθε ρυθμικός της χτύπος ν’ αντανακλά το προαιώνιο άσμα της ζωής!
Νιώθω το φως της μέρας να διαπερνά τα σπλάχνα μου, να φθάνει ίσαμε τη σκοτεινότερη γωνιά της ύπαρξής μου, κι όλα ευθύς, να γίνονται φως, και χρώμα, αφή και αέρας. Αισθάνομαι στ’ αληθινά, δυο φτερά πανάρχαιης εμπιστοσύνης ν’ αργοσαλεύουν στην πλάτη μου, καθώς ο νους μου προαισθάνεται πώς σήμερα, θα πετάξει για μέρη πρωτόγνωρα και μακρινά:
Ίσως και τώρα, να πετάω σκέφτομαι, αφού τα πόδια μου, ίσα που αγγίζουν το έδαφος κάτωθεν μου…
Το μεγάλο κενό που για χρόνια δυνάστευε την ύπαρξή μου, έχει πια κλείσει, και τ’ άλλοτε βαθιά πηγάδια των απωθημένων της καρδιάς μου στέρεψαν: στη θέση τους, φύτεψα με φροντίδα, ένα – ένα, τα άνθη των μικρών συνηθειών που φύτρωσαν, μέσα στο χώμα των εμπειριών μου: να χαμογελάω με την επίγνωση του χρόνου που δεν γυρίζει πίσω, να ερωτεύομαι τις ατέλειες ανθρώπων και πραγμάτων, να ταξιδεύω στο σκοτάδι με οδηγό τη γνώση, ν’ αποδέχομαι εκείνα που μεταβάλλονται, μα κι όσα παραμένουν ακλόνητα, να διαβάζω πίσω απ΄ τις σελίδες και τις λέξεις τις στιγμές, ν΄ ανακαλύπτω με τα μάτια του νου, τα χρώματα και τις χροιές της μέρας που χαράζει!
Είμαι ευτυχισμένη, μεστή από φως και ευγνωμοσύνη, ενώ μι’ άφατη, άρρητη χαρά με πλημμυρίζει για την ύπαρξή μου: ευχαριστώ το φως και τις σιωπές, τις μέρες, τις ανάσες και τα χρόνια, που, λεπτό το λεπτό, ήδη προσπερνάω: είναι η ομορφιά τούτου του κόσμου που περήφανα με διακατέχει, κι αθόρυβα, με συγχωνεύει με το καθετί, και δέομαι βαθιά, στο σύμπαν που μ’ έπλασε, να γίνω άρωμα, χρώμα, φως, σύννεφο, ουρανός κι αέρας!