Αυθεντικά όμορφοι άνθρωποι

Καλοσύνη

Δε βρίσκεις πια, καμιά ομορφιά στους ανθρώπους, μου λες. Κι ύστερα, συμπληρώνεις πώς, οι περισσότεροι είναι εγωιστές, αυταρχικοί, αδιάφοροι, μονομανείς, ιδιότροποι και φοβισμένοι, σε τέτοιον βαθμό, τόσo παράλογα διαποτισμένοι στ’ απωθημένα και τις ελλείψεις τους, τόσο μοιραία επηρεασμένοι απ’ τ’ ανοιχτά τραύματά τους, που η όποια ομορφιά, ή έστω εκείνη η ελάχιστη θελκτικότητα που σ’ έλκει αρχικά να τους προσεγγίσεις, εύκολα χάνεται και στη θέση της απομένει ένα λειψό, ενοχλητικά αποκρουστικό πλάσμα, ικανό να σε κάνει να θες να το βάλεις το γρηγορότερο στα πόδια!

Έπειτα, συνεχίζεις, οι ακατάπαυστοι ανταγωνισμοί, οι ζήλιες, τα θαψίματα, οι κολακείες, τα κάθε λογής μπαλώματα ή φτιασίδια, οι μάταιες απόπειρες των ανθρώπων να προσφέρουν όπως-όπως, φύρδην- μύγδην την έξωθεν καλή μαρτυρία, αδιαφορώντας επιμελώς για το πώς νιώθουν μέσα τους, κι ακόμη, οι επικρίσεις, οι προφάσεις, χώρια τα ψέμματα κι οι αυταπάτες που σε τακτά διαστήματα, ποτίζουν τους εαυτούς τους , είναι, κοντολογής, τ’ αδιάσειστα τεκμήρια που στηρίζουν τους απαισιόδοξους ισχυρισμούς σου, πώς, άνθρωποι αυθεντικά όμορφοι δεν υπάρχουν, ή τουλάχιστον, είναι απίστευτα δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ν’ ανευρεθούν!

Ναι, παραδέχεσαι γι’ ακόμη μια φορά εμφατικά, η έννοια των αυθεντικά όμορφων ανθρώπων, έχει σχεδόν ολότελα εκλείψει, αν όχι, βρίσκεται ίσως ελάχιστα βήματα πριν τον τελειωτικό της αφανισμό, ενόσω το αφιονισμένο γένος των ανθρώπων, ιδιαίτερα τώρα τελευταία, έχει βαλθεί να περιοδεύει περιχαρές από ηλιθιότητα σε ηλιθιότητα, προσφέροντας αφειδώς κι απεριορίστως, ένα γκραν ρεσιτάλ μισανθρωπίας, μισαλλοδοξίας και φρενοβλάβειας!

Κι εσύ, διατείνεσαι μεγαλοφώνως πως τριγυρνάς κάθε τόσο, ως άλλος Διογένης μ’ ένα μικρό φανάρι στο χέρι, φωνάζοντας “άνθρωπο ζητώ”, μ’ άνθρωπο κανένα δε βλέπεις, απελπίζεσαι, εγκαταλείπεις κι επιστρέφεις ηττημένα στη σιωπή!

Ξέρεις, σε διακόπτω ξαφνικά εγώ, διαφωνώ μαζί σου, κι εσύ στέκεσαι κοιτώντας με απορημένα, αμήχανα, αδυνατώντας να καταλάβεις το γιατί, αδημονώντας να σου ομολογήσω αυτό το γιατί, αν και στο βάθος, έχεις ήδη προβάρει στο μυαλό σου όσα νοερά υπολογίζεις ότι θα ξεστομίσω, έχοντας κιόλας θέσει σ’ ετοιμότητα τους φρουρούς της άποψής σου, ώστε ν’ αντιταχθούν με κάθε τρόπο στα λόγια μου, αφού γεννήθηκες με την άκρα βεβαιότητα πως έχεις de facto δίκιο!

Διαφωνώ με την άποψή σου, ξαναλέω ήρεμα, και τώρα στα χείλη μου μόλις διαγράφεται έν’ αχνό χαμόγελο, θες να σου πω γιατί;

Απλούστατα, επειδή οι άνθρωποι, των οποίων τ’ αρνητικά χαρακτηριστικά, με τόσο ζήλο βιάστηκες να μ απαριθμήσεις, την ασχήμια των οποίων με άλλα τόσο μελανά χρώματα πασχίζεις λεπτομερώς να μ’ αναπαραστήσεις, δεν είναι άλλος κανένας , παρά εσύ!

Με κοιτάς σοκαρισμένος, θες να μιλήσεις, πας κάτι να ψελλίσεις, μα η γλώσσα σου αμέσως μπουρδουκλώνεται και σωπαίνεις γι’ αρκετή ώρα , ώσπου, κατορθώνεις να συλλαβίσεις αμυντικά ένα μα τι είναι αυτά που λες, πώς σου ‘ρθε, κάνεις λάθος, κι όσο τα επαναλαμβάνεις, τόσο θυμώνεις μαζί μου, στρέφεσαι, με κοιτάς οργισμένα, διαβεβαιώνοντάς με πώς σφάλλω, βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου και υψώνεις κι άλλο τη φωνή σου, φωνάζεις πώς λέω ανοησίες, πώς σε καμιά περίπτωση αυτό που τόλμησα να πω, δεν ισχύει: φουρκισμένος, αποχωρείς, προτού προλάβω καλά – καλά να σου εκθέσω τη γνώμη μου, να σου εξηγήσω την αιτία που μ’ έκανε να το πιστεύω ακράδαντα αυτό.

Κι εγώ, μένω χαμογελώντας να συλλογίζομαι όλες εκείνες τις άπειρες φορές στο παρελθόν, που σκοπεύοντας να μιλήσω για τους άλλους, δίχως διόλου να το αντιλαμβάνομαι, μιλούσα τελικά, αποκλειστικά για τον εαυτό μου, αποκαλύπτοντας στους άλλους απέναντί μου, τη δική μου ομορφιά ή ασχήμια, τα δικά μου πάθη κι απωθημένα, τις δικές μου επιθυμίες κι όνειρα,αδυνατώντας να καταλάβω πώς όλοι μας, δεν είμαστε παρά οι ελάχιστες αντανακλάσεις του ενός πάνω στον άλλο, τυφλοί και πολεμοχαρείς καθρέπτες, εξοπλισμένοι μ’ εγωισμό, επίκριση και μένος π’ όσο κι αν, φαινομενικά, μοιάζει να βάλλει και να στρέφεται απευθείας εναντίον των άλλων, στην πραγματικότητα, πάντοτε κατευθύνεται σ’ ένα και πρωταρχικό στόχο, εμάς.

Μένω γελώντας, να σκέπτομαι όλες εκείνες τις ατέλειωτες τραγελαφικές περιπέτειες της ζωής μου, που εκκίνησαν από μια ανούσια, μα ωστόσο, βαρυσήμαντα σοβαροφανή αιτία: τα σχόλια των άλλων, και ιδιαίτερα δηλώσεις περί ευπρεπείας και του τι θα πει ο κόσμος: στ’ αλήθεια, έτσι είναι, συλλογίζομαι ξεκαρδισμένα, διαρκώς οι άλλοι είναι το χρυσό μέτρο της υπόστασής μας, της ομορφιάς και της ασχήμιας μας, της αλήθειας και του ψεύδους μας, μα πότε των ποτών, εμείς!

Σηκώνομαι να φύγω, μα στο νου μου στριφογυρνά ακόμη ο μισάνθρωπος λόγος σου: “Δε βρίσκω καμιά ομορφιά πια στους ανθρώπους”, είπες.

Κι όμως, παρόλο που η λογική μου, ίσως εν μέρει να συμφωνεί μαζί σου, η καρδιά μου, το ξέρω, διαφωνεί πεισματικά και εκ των προτέρων, ενώ αναρίθμητες εικόνες χαμογελαστών, αυθόρμητα ευγενικών, απλών, ξεκάθαρα όμορφων στο είναι τους ανθρώπων, ασχέτως εμφάνισης ή ηλικίας, παρελαύνουν χαρούμενα μέσ’ απ’ τη μνήμη μου.

0 0 votes
Article Rating
Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments