– Σταμάτα λίγο, δε σε προλαβαίνω, σαν ελάφι τρέχεις.
– Στα μέρη μου δεν έχει ελάφια. Τρέχα και κρατά μου το χέρι.
– Σ’ αγαπάαααωωω
– Δεν ακούω. Τρέχα και κρατά με σφιχτά.
– Που πάμε;
– Τρέχα και κρατά με, δεν ξέρω…
– Πως λέγεται αυτό το δάσος; Δε μου είπες ποτέ…
– …
– Θες να το λέμε το δάσος που αγαπηθήκαμε με μια ματιά;
– …
– Θες να το λέμε το δάσος που σε πρωτοείδα κι άλλαξε ο κόσμος;
– …
– Δεν έχω άλλη ανάσα, σταματά. Δεν έχω άλλη ανάσα απ’ τη δική σου.
– Κοιτά με.
– Ποτέ θα βρω μάτια να δουν τόση ομορφιά; Ε;
– Άκουσε με. Δε μπορούμε να είμαστε μαζί.
– …
– Άκουσε με. Το ξέρεις. Σκούπισε τα μάτια σου. Δεν αντέχω να σε βλέπω.
– …
– Άκουσε με. Δεν αγάπησα τίποτα πιο πολύ από σένα. Πρέπει να χωρίσουμε.
– …
– Μ’ αγαπάς;
– …
– Πες μου μ’ αγαπάς;
– …
– Μην κλαις, μίλα μου. Μ’ αγαπάς;
– …
– Αν μ’ αγαπάς θέλω μια χάρη.
– …
– Πες μου θα μου κανείς μια χάρη;
– …
– Πες μου.
– Ό,τι θες.
– Θα μου το υποσχεθείς όμως;
– Ό,τι θες.
– Θα μου το υποσχεθείς όσο δύσκολο κι αν φαίνεται τώρα;
– Ό,τι θες.
– Θέλω όταν χωρίσουμε σήμερα να με ξεχάσεις.
– …
– Να με ξεχάσεις τελείως.
– …
Επιβεβαίωση της μεγάλης αλήθειας ότι το να μην αναγνωρίζουμε – εκτιμούμε αυτό που έχουμε είναι στοιχείο συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη; Ή μήπως κάποια μυστηριώδης δύναμη ελέγχει τα πάντα με αίσθημα δικαίου και φροντίζει να μας επιστρέφει αυτό που μας αξίζει;
Ακόμα πιο σκληρή είναι η διαπίστωση πως το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Για μια γυμνή και παγωμένη καρδιά που ξαφνικά θυμήθηκε ότι μπορεί να δακρύσει αναζητώντας μάταια τη ζεστασιά, είναι αβάσταχτος ο πόνος.
Μα συγκινεί λιγότερο από αυτή που ήταν ήδη ζεστή και αναγκάστηκε να παγώσει.