Σε κάποιους ανθρώπους η αγάπη σου δεν «πιάνει». Λες κι έχουν ανοσία ή μία ολόσωμη ασπίδα, με επένδυση από ανθρακονήματα και μεσαιωνικά μάγια. Όσα συναισθήματα εκτοξεύεις προς αυτούς, μόλις ακουμπούν πάνω τους γλιστράνε και φεύγουν, χωρίς να τους αφήσουν αποτύπωμα, όπως οι ψεύτικες σάλτσες σε φτηνές διαφημίσεις καθαριστικών προϊόντων για επιφάνειες.
Τους ψηλαφίζεις και είναι από παντού κλειστοί. Το χάδι σου δεν το αναγνωρίζουν οι υποδοχείς τους. Μη σε ξεγελούν οι εγκοπές τους, δεν είναι ανοίγματα να πας προς την καρδιά τους. Αν κοντοσταθείς σε αυτές, αν προσπαθήσεις να τους «ανοίξεις», το πολύ-πολύ να μαγκώσεις το δάχτυλό σου ή να κερδίσεις μία περιποιημένη γρατσουνιά.
Όταν βρεθείς να αγαπάς τέτοιους ανθρώπους η αγάπη σου δεν απορροφάται από αυτούς. Ανακλάται κατοπτρικά. Σου επιστρέφεται χωρίς να ανοιχτεί, σε δέματα με σφραγίδα «παραλήπτης άγνωστος» και γύρω σπάγκο γκρι, σαν από πόλεμο.
Έτσι όλη αυτή η αγάπη που δεν παραδόθηκε, συσσωρεύεται. Σου ξεμένει. Τι να κάνουμε, συμβαίνει κι αυτό. Όμως όταν σου “περισσεύει” αγάπη για έναν άνθρωπο δεν ξέρεις τι να την κάνεις. Δεν είναι σαν να σου περίσσεψε γέμιση ας πούμε, να τη φας από το μπολ με το δάχτυλο ή να τη βάλεις στο ψυγείο να τη φυλάξεις. Δεν την πετάς, δεν την ανακυκλώνεις. Είναι σαν ένα σπάνιο εισιτήριο, θέση VIP, που γράφει μόνο το όνομά του και δεν εξαργυρώνεται να πάρεις τα λεφτά σου πίσω.
Όταν σου έχει μείνει παρακαταθήκη αγάπη που απορρίφθηκε, νιώθεις παγιδευμένος, αναγκασμένος να κουβαλάς ένα δώρο που δε μπορείς να παραδώσεις. Ένα φορτίο βαρύ, που νιώθεις ταυτόχρονα επιτακτική την ακατανόητη ανάγκη να το κρατάς και ατσαλάκωτο. Με φιόγκο κόκκινο και στητό. Πακέτο – κλόουν. Τεράστιο. Που σου γεμίζει το σπίτι και χρειάζεται να στριμώχνεσαι κάθε φορά για να περνάς.
Μέχρι να ξυπνήσεις ένα πρωί ή ένα βράδυ ή κάπου στο ενδιάμεσο, με λίγη παραπάνω περιέργεια και να αναρωτηθείς… τι θα γινόταν αν τραβούσα λίγο την κορδέλα; Κι αν ο φιόγκος λυνόταν; Αν σκιζόταν λίγο στην άκρη το περιτύλιγμα; Κι αν – δε βαριέσαι τελικά – το κομμάτιαζα όλο το παλιόχαρτο, το τσαλάκωνα όπως – όπως και το πετούσα στο πάτωμα; Αν άνοιγα το κουτί; Κι αν έπαιρνα όλο το περιεχόμενό του στα χέρια μου και το κρατούσα για πάρτη μου; Κι αν, όταν ερχόταν η ενοχή, της φώναζα κατάμουτρα «εγώ το αξίζω αυτό το δώρο», τόσο βροντερά που θα της κουνιόνταν τα τσουλούφια;
Της ενοχής δεν της αρέσει καθόλου να της ανακατώνεις τα μαλλιά να ξέρεις. Προσβάλλεται και φεύγει. Είναι τότε που μπορείς ανενόχλητος να βαδίσεις προς τον πίνακα ρυθμίσεων της ζωής σου και χαρούμενος να ανεβάσεις επιτέλους τον κεντρικό διακόπτη στο «ΩΝ».
Υπέροχο! έτσι είναι ,είναι στο χέρι σου! <3
Με την αγαπη πακετο δηλωνω οτι εφαγα πακετο μολις την διαβασα….το χεις ….και το νοημα το πιασες και η αφηγηση σου καθηλωτικη…..θελω να διαβασω και αλλα
Έξοχο!
Έξοχη!