Μεγάλη εβδομάδα, κι οι σκέψεις μου κοπιάζουν ν΄ αρθρώσουν το νόημα της θυσίας και της κάθαρσης, πίσω απ΄ των ημερών τις επιβεβλημένες παραβολές κι ιστορίες που πρωτάκουσα ως παιδί, αγωνιούν ν’ υπερβούν το στιλβωμένο, μα συχνά στο πυρήνα του, ανούσιο σχήμα της παράδοσης..
Μεγάλη Εβδομάδα, κι η καρδιά μου, με χέρια τρεμώδη και ανυπόμονα, πασχίζει να διυλίσει το θρύλο απ’ τις αλήθειες, παραμερίζοντας αποφασιστικά, ίχνη μιας ενδεχόμενης τυπολατρείας, αποζητώντας με το πνεύμα μου, να βιώσω το νόημα της εμπειρίας του πάντοτε ανθρώπου, π’ εξουθενωμένος, λυγά, πέφτει κι εκμηδενίζεται, μην αντέχοντας πια το αβάσταγο βάρος της ευθύνης να κουβαλά τις εκάστοτε, αμαρτίες των άλλων: η ιστορία, ανερυθρίαστα αφηγείται, πώς τούτη η βάναυση πρακτική στην πραγματικότητα, είναι ο θλιβερά κοινός κανόνας: απ’ την αυγή των πρώτων κιόλας κοινωνιών, εύρημα του μυαλού των πρώτων ανθρώπων, π’ ατέρμονα βασανιζόμενοι απ’ την εκ προοιμίου ατελή τους φύση, έπλασαν, απ’ τον πόνο, τις ανασφάλειες, τις αμαρτίες και τ’ απωθημένα τους, το πρόσωπο του αποδιοπομπαίου τράγου, το ρόλο εκείνου, που, αλίμονο, ενσαρκώθηκε μόνο και μόνο για να κατευνάσει με το δικό του άδικο μαρτύριο, τα πάθη των άλλων!
Μεγάλη εβδομάδα, κι η ψυχή μου κατάβαθα θρηνεί, πενθώντας για τις παρελθοντικά αναρίθμητες γενιές αποδιοπομπαίων τράγων, που πλήρωσαν, τόσο απόλυτα και οδυνηρά, το τίμημα της κάθαρσης των τύψεων των άλλων: και συλλογίζομαι, βυθισμένη σ’ ένα παράξενο ποταμό αχρονικής οδύνης, πώς δεν έχει τέλος, μήτε και έλεος, το σκοτεινό, αιμοσταγές χρέος της κάθαρσης: άραγε, πόσες μάταια ξοδεμένες ζωές, πόσες πρόθυμ’ αποδεκατισμένες υπάρξεις έχουν καθήκον άρον άρον να σταυρωθούν, μέχρις ότου να επέλθει η λύτρωση;
Και πόση αντοχή, στου ρόλου τούτου, την απελπισία και τη μοναξιά, να’ ναι ικανή να δημιουργήσει τη κάθαρση;
Με τα μάτια της ψυχής μου, αντικρίζω ξανά, το παράξενα ανερμάτιστο καθήκον των ανθρώπων να υποφέρουν, σταυρώνοντας πότε τους άλλους και πότε τον εαυτό τους, παρασυρμένοι στη δίνη της αντιζηλίας, του θυμού, του μίσους, της οργής, της μισαλλοδοξίας, της κάποτε, απέχθειας, που βροντόφωνα πείθουν τον εαυτό τους να τρέφει για οποιονδήποτε κι ο,τιδήποτε έξω απ’ αυτούς, θανάσιμα παγιδευμένοι στην ευτελή ανάγκη τους να ξετρυπώνουν θύτες και ένοχους, ολόψυχα αφιερωμένοι σ’ ένα πλαστό κυνήγι εχθρών, θρέφοντας τον από καιρό, ασθενικό εγωισμό τους!
Με τα μάτια της ψυχής μου, αναβιώνω ξανά, τ’ αποτρόπαια φαντάσματα του πόνου και του θανάτου: στέκομαι παράτολμα εμπρός τους, αφήνοντας την ύπαρξη μου ν’ αφουγκραστεί, να δονηθεί ολάκερη και ν’ αντηχήσει, θλίψη τη θλίψη, την ετυμηγορία της ποινής που πρόσκαιρα μου κληρώθηκε, για την άγνοια και την άρνηση των άλλων: ιδού εγώ, κι ιδού ο πάντοτε σταυρός μου, να πρέπει να θνήσκω και να θανατώνομαι γι’ αμαρτίες άγνωστων προγόνων, καταδικασμένος να επαναλαμβάνω άθελά μου τον ίδιο φαύλο κύκλο οδύνης κι εξιλέωσης!
Είθε, συνειδητά σταυρώνοντας τον εαυτό μας τούτη τη φορά, να κατορθώσουμε να νεκρώσουμε τα φοβερά εντός μας πάθη, βρίσκοντας την ύστατη δύναμη να συγχωρέσουμε τον εαυτό μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε επιτέλους, να συγχωρέσουμε και τους άλλους, λυτρωμένοι απ΄ το μαρτύριο της μνησικακίας για το παρελθόν!
Είθε, συνειδητά υποφέροντας τούτη τη φορά, αποδεχόμενοι με γενναιότητα τις ατέλειες της θνητής μας φύσης, να καταφέρουμε να πατήσουμε τον εντός μας Άδη, έτσι ώστε ν’ αναστηθούμε εν Ειρήνη και Αγάπη!