Κλεισμένο μέσα στο κλουβί, κελαηδούσε μονάχο. Δεν άκουγε κανείς, μα λίγο νοιαζόταν γι’ αυτό. Δεν είχε δει ποτέ τον κόσμο εκεί έξω, μα το μόνο που ήξερε ήταν να τον τραγουδάει, έτσι όπως τον φανταζόταν. Και να χαίρεται όταν η φωνή ανέβαινε από το μικρό του λαρύγγι κι έβγαινε έξω, πέρα από τα κάγκελα του κλουβιού… «Ποιος ξέρει», σκεφτόταν «μπορεί κάποιος εκεί έξω ν’ ακούει».
Και το κελάηδημά του ήταν η μόνη γέφυρα που οδηγούσε έξω από το κλουβί, μα, τι κρίμα, δεν ήξερε πού οδηγούσε, πού έφτανε η δύναμή της… Και συνέχιζε να κελαηδάει μονάχο, μόνο για την απίστευτα μεγάλη χαρά του ήχου που γεννιότανε μέσα του και ξεκινούσε για το μεγάλο ταξίδι. Εκείνο το ταξίδι που το φυλακισμένο πουλί δεν μπορούσε, δεν είχε τολμήσει ποτέ να ονειρευτεί ότι θα έκανε.
Από το κλουβί, το μόνο που έβλεπε ήταν το σκοτάδι και το φως που άλλαζαν θέση και πλημμύριζαν το τοπίο. Και τα κάγκελά του. Αυτός ήταν όλος ο κόσμος. Μικρός. Αρκετά μικρός για να γεμίσει το κενό το κελάηδημά του και σιγά σιγά να γίνει όλος ο κόσμος του. Πια δε νοιαζότανε για το σκοτάδι και το φως, ήθελε μόνο να κελαηδάει. Καμιά φορά αναρωτιόταν τι δουλειά έκαναν τα φτερά που είχε… Δεν ήξερε… Μάλλον τα είχε για να τυλίγεται μ’ αυτά και να μην κρυώνει το χειμώνα. Δεν ήξερε… Δεν θυμόταν πόσους χειμώνες τυλιγόταν με τα φτερά του και προσπαθούσε ακόμη και μέσα στο κρύο να κελαηδήσει. Δεν ήξερε αν το κελάηδημά του ήταν όμορφο, άκουγε καμιά φορά ήχους παρόμοιους, ήχους αλλιώτικους, μα δεν ήξερε ποιοι απ’ αυτούς ήταν στ’ αλήθεια όμορφοι – ήξερε μόνο εκείνους που του δίνανε χαρά.
Μέχρι που ήρθε εκείνη η μέρα. Μέρα, γιατί είχε φως, και μες στο φως είδε κάτι στα κάγκελα… εκείνο το άνοιγμα που αποδείκνυε πως το κλουβί του είχε ένα πορτάκι, πράγμα το οποίο επίσης ποτέ του δεν είχε φανταστεί. Όπως δεν είχε φανταστεί πως μέσα στο χώρο υπήρχε κι ένας άλλος ήχος από το κελάηδημά του: Μια φωνή. Μια φωνή που του έλεγε «Τώρα μεγάλωσες – μπορείς πια να βγεις… Πήγαινε. Κοίτα να γυρίσεις όμως, μην αργήσεις».
Και πώς να πάει; Πού να πάει; Τι θα βρει εκεί έξω; Εκείνο ήξερε μόνο να κελαηδάει μονάχο. Βάδισε προς το πορτάκι. Δεν μπορεί να πάει παραέξω. Παραέξω έχει κενό. Πώς θα βαδίσει στο κενό; Αν δεν μπορεί με τα πόδια του… Σκέφτηκε τα φτερά του. Άνοιξε για λίγο. Άρχισε να τα κουνά… Τίποτα. Συνέχισε. Άλλη λύση δεν πρέπει να υπάρχει. Προσπάθησε πάλι. Τα κατάφερε. Πετάει. Ναι πετάει… Όχι και τόσο καλά… Ανεβαίνει, κατεβαίνει… μα έφυγε, είναι πίσω το πορτάκι. Έφυγε. Είναι ελεύθερο. Κι είναι μεγάλος ο κόσμος… Πολύ πιο μεγάλος από το μικρό του κλουβί. Ο πρώτος φόβος. Θεέ μου, αποκλείεται το κελάηδημά μου να το άκουσε κανείς.
Χρώματα πολλά είχε αυτός ο καινούριος κόσμος. Και ήχους. Δυνατούς, σιγανούς, οξείς, απόμακρους, ήχους που ποτέ δεν είχε ξανακούσει, εκείνο που είχε μάθει ν’ ακούει μονάχα το δικό του κελάηδημα… Και πολλά, χιλιάδες, μυριάδες πουλιά τριγύρω… Ένας τεράστιος ουρανός με χιλιάδες πουλιά και χιλιάδες ήχους, αυτός ήταν ο θαυμαστός καινούριος του κόσμος. Εκείνο πετούσε σιωπηλό, όχι σταθερά, και τα μάτια του δε χόρταιναν να βλέπουν, μα από ένα σημείο και μετά ένιωθε πως είχε σαστίσει πια, πως τίποτα δεν μπορούσε καλά καλά να ξεχωρίσει, σαν να τυφλώθηκε από τόσο φως και τόσα χρώματα.
«Μα τι να κάνω εγώ σ’ αυτό τον κόσμο;»
Όλα ήταν τεράστια. Σαν μια μεγάλη πλατεία, που πηγαίνεις για πρώτη φορά το μωρό σου όταν εκείνο έχει ήδη κάνει τα πρώτα του βήματα. Με τα μικρά του ματάκια και με τη (σχετική) σιγουριά ότι πατάει κάπως τσάτρα πάτρα στα πόδια του, το μόνο που θέλει είναι να ορμήσει και να αλωνίσει στην πλατεία τρέχοντας και φωνάζοντας – να την κατακτήσει, να την κάνει δικιά του.
Μια μεγάλη ουράνια πλατεία ήταν αυτό που έβλεπε το φυλακισμένο πουλί – κι ένιωθε κι εκείνο μέσα του, για πρώτη φορά, μια ανίκητη λαχτάρα να ορμήσει εκεί, να πετάξει όμορφα όπως πετούσαν κάποια παραδεισένια πουλιά εκεί ψηλά, να κελαηδήσει όπως κάποια άλλα πουλιά που ακούγονταν από τα χαμηλά. Ήταν ελεύθερο πια, έστω για λίγο, κι ένιωθε πως αυτό έπρεπε να το μάθουν όλοι. Ήταν ελεύθερο, και δεν ήταν πια μονάχο, και ο ενθουσιασμός του όλο και μεγάλωνε. Ναι. Πρέπει να το μάθουν όλοι, πως είμαι κι εγώ εδώ. Πως υπάρχω κι εγώ. Έβλεπε σμήνη πουλιών να πετούν σε όμορφους σχηματισμούς, άλλα καθισμένα στα δέντρα να καμαρώνουν από μακριά κάποιους μεγαλόπρεπους κύκνους, κι ήθελε κι εκείνο, ναι, ήθελε κι εκείνο να το βλέπουν, να το αγαπούν, να το καμαρώνουν.
Μα πώς να το πετύχαινε; Φοβήθηκε πως το κελάηδημά του, εκείνο που πάντα το γέμιζε χαρά, δεν ήταν αρκετό. Πως κανένας δεν θα το άκουγε – τόσος θόρυβος, τόσοι ήχοι, τόσα κελαηδήματα… Μα έπρεπε, ήταν ανάγκη να βρει έναν τρόπο να πει «Κοιτάξτε με… κοιτάξτε με! Εδώ είμαι… Αγαπήστε με κι εμένα».
Αφιονισμένο καθώς ήταν από την πρόσκαιρη ελευθερία του, σκέφτηκε πως ο μόνος τρόπος να το προσέξουν είναι ν΄ακουστεί η φωνή του πιο δυνατά από κάθε άλλον ήχο… Γέμισε με αέρα τα σωθικά του και έβγαλε την πιο δυνατή φωνή που μπορούσε… Καμία σχέση με το μοναχικό του κελάηδημα… Σαν στριγγλιά ακούστηκε – και πολλά πουλιά γύρισαν προς το μέρος του.
Και τώρα; Πώς θα μείνει το βλέμμα τους εδώ; Δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί πολύ. Άρχισε να κουνάει με δύναμη τα φτερά του, απεγνωσμένα να προσπαθεί να κάνει ό,τι του κατέβαινε πάνω στον αέρα, μια πάνω – μια κάτω, σε ακανόνιστο σχήμα, έτσι, όπως τρέχουν τα παιδάκια στις πλατείες, χωρίς σκοπό, ή μάλλον, μόνο ένα σκοπό: να κρατήσει για λίγο το βλέμμα των άλλων πάνω του, να μην είναι πια ποτέ ξανά μονάχο. Σαν παρασυρμένος από τη θύελλα χαρταετός χοροπηδούσε στον αέρα ανέβαινε, έπεφτε, και ταυτόχρονα στρίγγλιζε, δεν χαιρόταν πια που έβγαινε η φωνή του, πονούσε, μα ένιωθε πως δεν ήταν δυνατό πια να σταματήσει…
Κι έμεινε κάποιων το βλέμμα. Άλλοι παραξενεύτηκαν. Άλλοι διασκέδασαν. Άλλοι σχολίασαν: «Μα έτσι κάνουνε μονάχα οι νεοσσοί όταν πεινάνε… Αυτός είναι μεγάλος πια, δε ντρέπεται να κάνει έτσι;» Το φυλακισμένο πουλί το άκουσε – κι έβγαλε μια πιο δυνατή φωνή: «Όχι, δεν θέλω να με ταΐσετε. Θέλω μόνο να μ’ αγαπάτε». Κάποιοι συγκινήθηκαν και το πλησίασαν για λίγο… κάποιοι γέλασαν. Κάποιοι απλά παρακολουθούσαν δίχως ν’ αντιδρούν. Μα ένα πουλί, από κείνα που όλοι τα θαύμαζαν για το καμαρωτό παράστημά τους και για τα πλουμιστά τους φτερά, ένα όμορφο γεράκι ήταν το πρώτο που σκέφτηκε να πλησιάσει το φυλακισμένο πουλί…
«Ακολούθησέ με, και θα σε μάθω να πετάς. Θα γίνεις σαν κι εμένα. Κοίτα!» και με μια κίνηση άνοιξε τα φτερά του και σαν χορευτής πετούσε διαγράφοντας τέλειους κύκλους στον ουρανό. Ένα σούσουρο από εκφράσεις θαυμασμού ακούστηκε τριγύρω, και, το φυλακισμένο πουλί ήξερε πλέον ποιος θα ήταν ο δρόμος του. «Έλα, δοκίμασε κι εσύ, μπορείς», τον προέτρεψε το γεράκι. «Μπορείς να γίνεις σαν και μένα. Να κυνηγάς και να κατακτάς αυτό που θέλεις. Να σε φοβούνται και να σε θαυμάζουν…» Το φυλακισμένο πουλί δεν άκουσε καν τον ψίθυρο δίπλα του που του έλεγε: «Μα δεν βλέπεις πως δεν είστε ίδιοι; Εσύ δεν μπορείς να γίνεις αυτός. Ούτε κι αυτός εσύ. Μα αυτός είναι πιο δυνατός, κι αν θα γίνεις κάτι, θα γίνεις ο υπηρέτης του».
Δεν άκουσε. Και καμώθηκε να πετάξει σαν το γεράκι… Τα αδύναμα ακόμα φτερά του δεν τα κατάφεραν. Σηκώθηκε λίγο ψηλά, έπειτα έπεσε… Άλλοι λυπήθηκαν. Άλλοι γελούσαν. «Δεν πειράζει. Μείνε μαζί μου και θα τα καταφέρεις την επόμενη φορά» ήταν η ανακουφιστική απάντηση από το γεράκι. Επιτέλους. Κάποιος τον αγαπούσε. Κάποιος τον ήθελε κοντά του.
Μα κι οι επόμενες φορές δεν έκαναν γεράκι το φυλακισμένο πουλί. Προσπάθησε να κυνηγήσει σαν γεράκι και βρέθηκε πεσμένο στο πάτωμα πληγωμένο. Προσπάθησε να τον φοβούνται και να τον θαυμάζουν φωνάζοντας και πετώντας αλλοπρόσαλλα, μα τα άλλα πουλιά έδειχναν να βαριούνται με τα καμώματα του, καμιά φορά να ενοχλούνται κιόλας. Κάποιοι επίσης τρόμαζαν από τις φωνές του, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον ενθουσιασμό για την ελευθερία του, την ανάγκη να τον αγαπούν, τη λαχτάρα να αποδείξει πως ναι, κι εκείνος υπάρχει…
Μα υπάκουγε τυφλά στο γεράκι, δεν μπορούσε να αρνηθεί τίποτα σ’ αυτόν που τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν όλοι. Κι έγινε εκείνο που του είπε εκείνος ο ψίθυρος. Ο υπηρέτης του. Φυλακισμένος, χωρίς κλουβί. Χαρούμενος που έκανε όλα τα χατήρια στο αφεντικό του, κι είχε αντάλλαγμα την αγάπη του. Χαρούμενος, χωρίς χαρά. Ώσπου μια μέρα, το φυλακισμένο πουλί περνώντας πάνω από τα σπίτια των ανθρώπων, είδε, χαμηλά, κάτι να λαμπυρίζει… Ήταν ένα κυλινδρικό κουτί, γεμάτο χρυσή μπογιά. Τα μάτια του πέρασαν για λίγο από τα γκρίζα του φτερά. «Τώρα είναι η στιγμή. Θα αποκτήσω κι εγώ χρυσά φτερά, θα γίνω κι εγώ επιτέλους γεράκι. Θα μ’ αγαπούν κι εμένα όλοι»… Και όρμηξε με μανία στο κουτί με τη μπογιά, κι ολόκληρο βούτηξε μέσα.
Καθώς έβγαινε από τη μπογιά και ξανανέβαινε ψηλά έριξε μια ματιά στα καινούρια του χρυσά φτερά. «Τώρα είναι η στιγμή μου. Τώρα…» Δεν πρόλαβε καν να τελειώσει τη σκέψη του. Η μπογιά άρχισε να στεγνώνει πάνω στα φτερά του, κι εκείνα να βαραίνουν… Να γίνονται ασήκωτα, να παύουν να κινούνται, να ξανακολλούν στο σώμα του, όπως εκείνους τους κρύους χειμώνες, μόνο που τώρα, που εκείνος ήταν ψηλά, αυτό δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
Έπεφτε και σκεφτόταν πως ίσως ήταν καλύτερα να μην είχε βγει από το κλουβί. Έπεφτε. Σκεφτόταν. Έπεφτε. Έπεφτε. Θα είχαν περάσει ώρες πολλές όταν άνοιξε τα μάτια του. Ήταν πεσμένο στο χώμα, πάνω στη μπογιά από τα χρυσά του φτερά είχε κολλήσει λάσπη. Ίσως ήταν καλύτερα να μην είχε βγει ποτέ από το κλουβί. Με όση δύναμη του έμεινε, κουλουριάστηκε πάνω στο χώμα κι άρχισε να κλαίει… να κελαηδάει ένα λυπητερό τραγούδι. Με τη φωνή του εκείνη, την παλιά, που λες και την είχε ξεχάσει μέσα στη φυλακή του, εκείνη τη φωνή που του έδινε τόση χαρά τότε, τον καιρό της απόλυτης μοναξιάς.
«Όμορφα που τραγουδάς»… ακούστηκε μια φωνή κοντά του.
«Δεν τραγουδάω. Κλαίω. Άσε με ήσυχο» το πουλί με τη χρυσή μπογιά και τη λάσπη στα βαριά του φτερά δεν είχε τη δύναμη να γυρίσει να κοιτάξει ποιος του μιλούσε. Το μόνο που σκεφτόταν είναι ότι πια δε θα μπορούσε ούτε να πετάξει, ούτε να γυρίσει στο κλουβί του. Θα έμενε εκεί, ανήμπορο, και κάποιο αγρίμι θα το κατασπάραζε πριν καλά καλά μπορέσει να αντιδράσει.
«Μπορείς να κοιτάξεις ψηλά, στον ουρανό;» επέμενε η φωνή.
«Άσε με ήσυχο σου λέω…» είπε το πουλί, μα προσπάθησε και σήκωσε τα μάτια του προς τα πάνω…
«Το βλέπεις; Έρχεται βροχή… Μην τη φοβάσαι τη βροχή. Άσε να σου ξεπλύνει τα φτερά σου»…
«Τί να τα κάνω τα φτερά μου; Εδώ που έπεσα δεν πρόκειται ποτέ να μπορέσω να πετάξω ξανά»..
Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει δυνατή… το πουλί ένιωθε τις στάλες της να παρασέρνουν τη μπογιά και τη λάσπη απ’ τα φτερά του, μα φοβόταν πως θα πνιγεί μες στη χρυσή λάσπη…
«Κάνε γρήγορα» είπε η φωνή.. «Πάτα στα ποδαράκια σου και σκαρφάλωσε πάνω στο καβούκι μου αλλιώς θα κολλήσεις στη λάσπη για πάντα».
Το πουλί κοίταξε τον συνομιλητή του. Ήτανε μια χελώνα… Ενώ η βροχή έπεφτε πιο δυνατή, προσπάθησε να ανασηκωθεί. Τα κατάφερε. Η χελώνα είχε χαμηλώσει στο έδαφος κι εκείνο σκαρφάλωσε πάνω στο καβούκι της.
«Την αντέχεις τη βροχή, έτσι δεν είναι; Θα σε ξεπλύνει..»
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, ώσπου η βροχή είχε περάσει, η μπογιά και η λάσπη κύλησαν από τα φτερά του πουλιού και το καβούκι της χελώνας πάνω στο χώμα (εντάξει, μπορεί και να της έβαψαν λιγάκι το καβούκι, αλλά μάλλον δεν θα το δει ποτέ η ίδια αυτό..)
«Πάμε τώρα», του είπε η χελώνα, ανασηκώθηκε κι άρχισε να προχωράει. «Ακόμα τα φτερά σου είναι βαριά, αλλά θα πάω σ’ ένα σημείο που το φως του ήλιου θα τα στεγνώσει, και θα μπορέσεις να πετάξεις ξανά».
«Γιατί με βοηθάς;»
«Δεν το καταλαβαίνεις; Γιατί εγώ δεν έχω φτερά…»
Δεν είπαν άλλη κουβέντα… Προχωρούσαν ώρα πολλή, σιωπηλά και τα δυο πλάσματα… Και φτάσανε εκεί που έλαμπε ο ήλιος… Το παγωμένο από τη βροχή πουλί ένιωσε τη ζεστασιά του στα φτερά του… Ναι… ήταν ακόμα ζωντανό.
«Και πού θα πάω τώρα;» Δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε… Να γυρίσει στο κλουβί του; Να γυρίσει στο γεράκι;
«Εγώ ξέρω ότι η δουλειά σου είναι να κελαηδάς», είπε η χελώνα. «Δεν ξέρω πολλά, αυτό ξέρω μονάχα».
«Μα ποιος θα ακούσει το δικό μου το κελάηδημα; Ποιος θα με προσέξει, μέσα σε τέτοιον ουρανό, μέσα σε τόσα πουλιά;»… Ξαφνικά, ο τεράστιος ουρανός που είχε ορμήσει για να κατακτήσει με τις κραυγές του και τα αλλοπρόσαλλα φτερουγίσματά του, είχε γίνει κάτι μακρινό, ξένο κι απειλητικό… «Ήμουνα βλάκας, τόσο βλάκας…»
«Δεν ξέρω πολλά, αυτό ξέρω μονάχα» ξαναείπε η χελώνα… «Για κάθε πουλί υπάρχει ένα κλαδί σ’ αυτό τον κόσμο. Ένα κλαδί που κοιτάει κατευθείαν στον ουρανό. Κι αν βρεις εκείνο το κλαδί, το δικό σου το κλαδί, κι αν με τα φτερά σου καταφέρεις να πετάξεις ως εκεί…»
«Τι θα γίνει τότε;»
«Τότε από κει, το τραγούδι σου θα φτάνει κατευθείαν στον ουρανό. Σ’ όλα τα αστέρια. Τότε με τη δικιά σου τη χαρά, με τη δικιά σου τη φωνή, θα κάνεις όλα τα πλάσματα να χαίρονται. Ακόμα κι εκείνα που δεν έχουν φτερά. Ακόμα κι εκείνα που δεν έχουν φωνή. Ίσως, εκείνα, ακόμα πιο πολύ».
«Μα πώς θα βρω εκείνο το κλαδί; Είναι μεγάλο το δάσος κι εγώ είμαι τόσο μικρός».
«Δεν ξέρω πολλά, αυτό ξέρω μονάχα» είπε η χελώνα. «Εκείνο, το δικό σου το κλαδί, θα το βρεις μονάχα αν είσαι εσύ. Κανείς δεν θ’ ακούσει τη φωνή σου αν δεν είναι η δικιά σου, η αληθινή σου φωνή. Κανείς δεν θα σ αγαπήσει αν δεν είσαι ο εαυτός σου, ο αληθινός σου εαυτός. Θα το βρεις λοιπόν μονάχα αν, όσο το ψάχνεις, γνωρίζεις ποιος είσαι;
Τα φτερά του πουλιού είχαν πια στεγνώσει.
«Έλα τώρα, ήρθε η ώρα να πετάξεις πάλι… Ήρθε η ώρα για να ψάξεις», είπε η χελώνα.
«Μα πώς θα ψάξω αφού δεν ξέρω ποιος είμαι…»
«Μη ρωτάς πολλά και μη διστάζεις… Έλα τώρα! Κούνα τα φτερά σου και πέτα!»
«Μα δεν ξέρω ποιος είμαι..»
Η χελώνα δεν μίλησε άλλο. Και το πουλί, άρχισε να κουνάει τα στεγνά του φτερά… Προσπάθησε λίγο στην αρχή… φοβόταν πολύ, αλλά… τα κατάφερε… άρχισε πάλι να πετάει… να ανεβαίνει… κοίταξε από κάτω τη χελώνα που γινόταν όλο και πιο μικρή..
«Σ’ ευχαριστώ!!! Μα δεν ξέρω ποιος είμαι» της φώναξε…
Κι εκείνη απάντησε, καθώς το πουλί ξεμάκραινε εκεί ψηλά:
«Δεν ξέρω πολλά, αυτό ξέρω μονάχα. Δεν ξέρω ποιος είσαι. Ξέρω μονάχα πως σε λένε αηδόνι».