Το παραμύθι της κανέλλας

Το παραμύθι της κανέλας

Ζούσε σ’ ένα ντουλάπι. Με καφετιά, ολόισια, ωραία ξύλινα ράφια.

Το δωμάτιό της ήταν ένα διάφανο κουτάκι, με μια αυτοκόλλητη κουρτίνα. Από μέσα, λευκή. Απ’ έξω πολύχρωμη. Πάνω στο ταβάνι, μια οροφή από τρυπούλες.

Είχε και γειτονάκια-φιλαράκια. Ο κυρ-Μοσχοκάρυδος, λένε, είχε κάποτε έναν μεγάλο κήπο με πανύψηλες καρυδιές, που από κάτω έβοσκαν χαριτωμένα μοσχαράκια. Η κυρία Αλατιέρα λένε πως κάποτε ζούσε κοντά στη θάλασσα, τόσο κοντά που η μπανιέρα της γέμιζε με θαλασσινό νερό κάθε φορά που έσκαγε πιο πέρα ένα κύμα. Η μαντάμ Ρίγανη δεν είχε μόνιμο σπίτι. Έκανε κατασκήνωση, πότε στα βράχια, πότε στα πεδινά. Ο κυρ-Πιπέρης, πάλι, δεν μπόρεσαν να καταλάβουνε ποτέ πού κατοικούσε παλιά. Σε κάτι πρέπει να ήταν αλλεργικός πάντως, γιατί φορές φορές κοκκίνιζε και φταρνιζόταν και μετά φταρνιζόντουσαν όλοι μέσα στο ντουλάπι κι η ηχώ από τα φταρνίσματά τους που κουτουλούσε στα ξύλινα φύλλα του ακουγόταν δυνατά σαν αστραπόβροντο. Και τότε οι άλλοι κάτοικοι του ντουλαπιού, τα έβαζαν μαζί του. Το Χαμομήλι έλεγε πως ταράχτηκαν τα νεύρα του κι ήθελε κάτι να ηρεμήσει, το Τσάι μαύριζε από το κακό του κι ο Καφές φοβόταν πως από το κούνημα θα γίνει φραπέ.

Εσύ, Κανέλλα; Την ρωτούσε ο φίλος της ο Γαρίφαλος. Εσύ πού ζούσες παλιά; Ο Γαρίφαλος είχε πάντα αυτή τη μανία, να κάνει ερωτήσεις και μετά να της απαντά ότι μπορεί και να έμενε κοντά στο δικό του τον κήπο με τις κατακόκκινες γαριφαλιές.

«Κανείς μας δεν ξέρει ποια είσαι» της έλεγε ο Γαρίφαλος, μα αυτή δεν απαντούσε.

Δηλαδή, έμενε κάμποση ώρα σιωπηλή κι έπειτα, τελικά, απαντούσε:

«Δεν ξέρω ποια είμαι. Ξέρω μόνο πως θέλω να ταξιδεύω. Να φεύγω. Να σταματώ. Να φεύγω ξανά».

Και ξεκινούσε να λέει ιστορίες, όχι για εκείνα τα μέρη απ’ όπου είχε έρθει, αλλά για τα μέρη που θα ‘θελε να ταξιδέψει.

«Θέλω να κάνω πατινάζ σε μια τεράστια, παγωμένη λίμνη από γάλα και ρύζι. Να κάνω πιρουέτες γύρω απ’ τους κόκκους του ρυζιού και ν’ ανακαλύπτω, θαμμένες σαν θησαυρούς, τις μικρές μικρές κρυμμένες φλουδίτσες του πορτοκαλιού».

«Κι αν γλιστρήσεις και πέσεις;» Τη ρώταγε η μαντάμ Ρίγανη, που είχε πικράν πείρα από κατσάβραχα.

«Κι αν πέσω, θα ξανασηκωθώ. Μα η λίμνη μου θα είναι ακόμα μεγάλη, κι εγώ θα έχω ακόμα τόσα πράγματα να δω».

Κι η Ρίγανη κουνούσε το κεφάλι της. Μα η Κανέλλα έλεγε κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα:

«Θέλω να κολυμπήσω σε μια τεράστια θάλασσα από μέλι, και να γίνω καπετάνιος σ’ έναν τεράστιο στόλο από λουκουμάδες… Να ταξιδέψουμε πάνω στο μέλι στα πέρατα του κόσμου κι όπου σταματάμε να μοιράζω σ’ όσους βρίσκω τα δώρα που θα ‘χω γεμίσει τα λουκουμαδοαμπάρια μου».

«Πρώτη φορά βλέπω πειρατίνα να μοιράζει δώρα» έλεγε ο κυρ Μοσχοκάρυδος, μα εκείνη είχε πάντα έτοιμη μια απάντηση:

«Αν δεν σκορπίσεις ό,τι έχεις στ’ αμπάρια σου δεν θα μπορείς να τα ξαναγεμίσεις με καινούρια πράγματα. Και τότε ποιον λόγο θα ‘χει το ταξίδι;» αποκρινόταν και προχωρούσε σ’ άλλα φανταστικά σχέδια.

«Θέλω να σκαρφαλώσω σε μια μεγάλη οροσειρά από ψημένα μήλα. Να βρω την πιο ψηλή κορφή κι από κει να κοιτάξω τον ουρανό».

«Και πώς θα σκαρφαλώσεις, αφού τα μήλα είναι τόσο κατακόρυφα, τόσο λεία; Θα γλιστρήσεις και θα πέσεις!» της έλεγε η Κυρα-Αλατιέρα, που είχε πικράν πείρα από πτώσεις μέσα σε κατσαρόλες με βραστό νερό, λίγο πριν προσγειωθούν πάνω της τεράστια μακαρόνια.

«Αν χρειαστεί, θα πετάξω, πάνω σ’ ένα σουρωτήρι». Και συνέχιζε το ταξίδι στα όνειρά της.

«Θέλω να τρέξω, χωρίς ομπρέλα, μέσα σε μια δυνατή βροχή από κακάο, κι έπειτα, να ενωθώ μαζί του να γεμίσω τα χείλη των παιδιών με γλυκιά σοκολάτα».

«Κι αν τα κάνεις όλα αυτά, θα φύγεις, θα χαθείς, θα σε χάσουμε κι εμείς», κλαψούρισε ο Γαρίφαλος.

«Μα αν δεν τα κάνω όλα αυτά θα ξεθυμάνω μέσα σ’ αυτό το γυάλινο κουτάκι, μέσα σ’ αυτό το ξύλινο ντουλάπι. Θα χάσω το άρωμά μου, τη γεύση μου, θα χαθώ κι εγώ. Δε θα ‘μαι πια η Κανέλλα. Θα ‘μαι σκόνη. Σκέτη σκόνη».

Ένα «αχ» ακούστηκε σ’ όλο το ντουλάπι – σημάδι πως κι οι άλλοι κουτσομπόληδες από τα πάνω ράφια είχανε στήσει αυτί.

«Μα για να τα κάνεις αυτά πρέπει να φύγεις από δω. Πώς θα φύγεις από δω;».

«Ώστε κρυφακούς κι εσύ, Χαμομήλι. Δεν είπες ότι έχεις τα νεύρα σου; Έχω σχέδιο… Θα σκαρφαλώσω και θα βγω από τις τρυπούλες. Δεν είναι δα και δύσκολο. Κι έπειτα… Έπειτα θα βάλω τον κυρ-Πιπέρη να φταρνιστεί τόσο δυνατά, που θα ανοίξει το ντουλάπι….»

«Εγώ να φταρνιστώ… Αλλά αν σπάσουν τα βαζάκια των άλλων και μου ζητάνε αποζημίωση;» ακούστηκε και η μόνιμα βραχνή φωνή του κυρ-Πιπέρη. «Αν σπάσω και το δικό σου το βαζάκι; Τι θ’ απογίνεις; Θα σκορπίσεις στο ντουλάπι. Ποιος θα σε περιμαζέψει;»

«Θα σου είμαι ευγνώμων. Αν δεν το κάνεις εσύ, θ’ αναγκαστώ να το κάνω μόνη μου»…

«Δεν φτάνει αυτό, Κανέλλα» – ακούστηκε από κάπου μακριά μια γερασμένη φωνή.

«Δεν ήξερα πως ακούς τόσο καλά για την ηλικία σου, κυρ Αλεύρη!»

«Κι εγώ ήθελα να γίνω κάποτε πολλά, πολλά πράγματα… Ψωμί, κέικ, κρούστα για σνίτσελ, φύλλο σφολιάτας για τυρόπιτα»

«Κοίτα που μπορεί να συναντηθούμε κάποτε… Κι εγώ θέλω να γίνω γλυκογεωργός, να οργώνω απέραντα χωράφια μπουγάτσας» του είπε η Κανέλλα, μα εκείνος μάλλον δεν την άκουσε.

«Κι εγώ ήθελα να γίνω τόσα και τόσα… Και πήγα να το σκάσω. Μ’ εσπρωξε λίγο το κριθαράκι, το βάζο μου κουτούλησε στο ντουλάπι, το ντουλάπι άνοιξε και μετά…»

«Και μετά;» φώναξαν όλοι οι κάτοικοι του ντουλαπιού με μια φωνή.

«Και μετά, έπεσα στο πάτωμα και με μάζεψαν με το σκουπάκι».

«Άααα», μια φωνή απογοήτευσης απλώθηκε παντού.

«Υπάρχει κι άλλη λύση. Να περιμένεις ν’ ανοίξει το ντουλάπι και…» ο Γαρίφαλος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

«Δεν μπορώ να περιμένω τους άλλους να αποφασίσουν πότε θα ξεκινήσω το δικό μου ταξίδι. Το δικό μου ταξίδι. Δικό μου. Μου.» είπε η Κανέλλα.

«Τότε άλλο είναι το μυστικό…» ακούστηκε μια φωνή κάπως λεπτή, κάπως περίεργη, κάπως εξωτική…

«Κους-κους, εσύ είσαι; Πώς και δεν ακούσαμε τόση ώρα τη φωνούλα σου;»

«Άκου, Κανέλλα. Για το ταξίδι δε χρειάζεται να φταρνιστεί ο Πιπέρης, ούτε να σε σπρώξει το κριθαράκι».

«Και τι χρειάζεται λοιπόν;»

«Δύο πράγματα» είπε το Κους-Κους.

Ένας ψίθυρος ακούστηκε σ’ όλο το ντουλάπι – τόσο δυνατός που έτριξαν οι μεντεσέδες.

«Τι μουρμουρίζετε τόση ώρα και δε μου το λέτε; Τι ψίθυρος είναι αυτός μέσα από τα δόντια σας; Γιατί με βασανίζετε; Θέλω να βάλω τα κλάματα!» παραπονέθηκε η Κανέλλα.

«Δε μουρμουρίζουν. Λένε τη μαγική λέξη. Τη λένε πολλές φορές, για ν’ ανοίξει το ντουλάπι».

Η Κανέλλα έστησε αυτί. Κι άκουσε τη μαγική λέξη τη στιγμή που μ’ έναν παράξενο θόρυβο τα φύλλα του ντουλαπιού άνοιγαν…

«Ψυχή… Ψυχή… Ψυχή…». Αυτό ψιθύριζαν τόση ώρα τα ρύζια, τα ζυμαρικά και τα μπαχάρια του ντουλαπιού.

«Ψυχή!» φώναξε δυνατά και το σουσαμάκι και άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες.

«Ψυχή». Ψιθύρισε η Κανέλλα. «Ψυχή…». Και ξαφνικά έκλεισε τα μάτια της. «Μα τι είναι αυτό το φως που με θαμπώνει; Τόσο φωτεινά είναι εκεί έξω;».

«Δεν είναι εκεί έξω, Κανέλλα»

«Τι θες να πεις, Γαρίφαλε;».

«Δεν έρχεται απ’ έξω το φως».

«Κι από πού έρχεται;»

«Είναι δικό σου αυτό το φως… Έχει το χρώμα σου… Το χρώμα της κανέλλας…»

«Το δικό μου φως…»

«Αυτό που θα ξεδιαλύνει τα σκοτάδια. Αυτό που θα φωτίσει το δικό σου ταξίδι».

«Τώρα αρχίζει το ταξίδι» φώναξε ξανά το σουσαμάκι.

«Τώρα αρχίζει το ταξίδι!» φώναξαν κι οι άλλοι, θαμπωμένοι από το παράξενο κανελί φως.

Κι η Κανέλλα είδε τα λαμπερά φτερά της να ανοίγουν… Ξεγλίστρησε από τις μικρές τρυπούλες της οροφής του σπιτιού της, πέταξε ψηλά, πέρασε τα φύλλα του ντουλαπιού, και ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι…

Το είδατε κι εσείς εκείνο το κανελί φως στην κουζίνα, έτσι; Εγώ το είδα, λίγο πιο μετά, ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, και ξάφνου να εμφανίζονται στον θόλο, σαν αυτοκόλλητα, αστέρια από μέλι και κανέλλα.

Πηγή

0 0 votes
Article Rating
Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments