Ίσως, αγάπη δεν είναι παρά ένας τρόπος να σε οδηγήσω πάλι πίσω στον εαυτό σου
A. De Saint- Exupery
Είναι πρωί, ξυπνώ και ανακάθομαι χουχουλιασμένη κάτω απ΄ το βαθύ μου πάπλωμα, στο παιδικό μου δωμάτιο… Κι αναλογίζομαι, στην αρχή της νέας μέρας που με καλεί, αν τάχα μπόρεσα, τόσα εκατομμύρια στιγμών μετά, να διακρίνω τις αινιγματικές ανειλικρίνειες τις αγάπης… Αν, ίσως, κατόρθωσα, να ξεσκεπάσω την Αγάπη από τα περίτεχνα, οδυνηρά, μα κούφια προσωπεία της, και να διακρίνω, την αυθεντική της μορφή: όλα μου τα χρόνια, δεν αναζητώ παρά να συλλάβω το σχήμα της, δεν αποζητώ παρά να σκιαγραφήσω, την υπόσταση και τη χροιά της: κάθε στιγμή, πότε σαν το κατηγορούμενο που τρέμοντας, ελπίζει σε κάποιαν ελάφρυνση της ποινής, πότε σαν το δικαστή, που κρίνει άτεγκτα, επιβάλλοντας την εσχάτη των ποινών, κοντοστέκομαι κι ακόμη, προσδοκώ, πώς η αγάπη θα φανεί: αναλογίζομαι τη μορφή της, αυτήν την απροσδιόριστα ωραία φυσιογνωμία της, που’ ναι εξίσου,ο σιωπηλά δύσθυμος άντρας που αναπνέει μέσα μου, εκείνη η διχασμένη, ψυχρή γυναίκα που κρύβεται πίσω απ’ το φευγαλέο βλέμμα του, μέσα στην βιωμένη μνήμη: To αίνιγμα είναι ακατάπαυστα παρόν και απρόσωπο, κι ολοένα, κατακρημνίζεται, σε μιαν απύθμενη σιωπή…
“Το μόνο που ήθελα ήταν ν΄ αγαπήσω”, κραυγάζω έξαλλα, σπάζοντας τη σιωπή, μ’ απάντηση δεν παίρνω. “Μα, επιτέλους, που χάθηκε αυτή η ριμάδα η αγάπη”; ξεφωνίζω άπνοα και συνάμα, οργισμένα.
“Γιατί δε μ’ ακούτε; Γιατί δεν μου απαντάτε; Πέστε μου, επιτέλους, τ’ όνομά της, πώς είναι, τέλος πάντων, πείτε μου έστω, τι πρέπει να κάνω, για να την συναντήσω”.
Τότε, η γυναίκα μέσα μου, σηκώνεται και σημαδεύει την καρδιά μου, λέγοντας” αποδέξου τον άντρα που κρύβεις μέσα σου: αποδέξου το διστακτικό, πληγωμένο, ευαίσθητο, ξεροκέφαλο αγόρι που όλοι οι γύρω του το καταπνίγουν, προστάζοντάς το να μην αισθάνεται, φορτώνοντας στις πλάτες του των άλλων τις ευθύνες, προδιαγράφοντάς του την αναπόφευκτη μοίρα του προστάτη και ήρωα των άλλων”. Τότε, ο άντρας μέσα μου, στέκει περήφανος και σημαδεύει την καρδιά μου, λέγοντας: “αποδέξου τη γυναίκα που κρύβεις μέσα σου: αποδέξου το θυμωμένο, στεναχωρημένο, απορριπτέο για τους άλλους κοριτσάκι, που όλο το κρίνουν κι όλο το συμβουλεύουν, προδιαγράφοντάς του την αναπόδραστη μοίρα της άβουλης ύπαρξης που δημιουργήθηκε στα μέτρα των επιθυμιών των άλλων”.
Έπειτα, ο άντρας και η γυναίκα συμφιλιώνονται μέσα μου, ξεθυμαίνουν κι ειρηνεύουν: τώρα, απλώνουν με τόλμη τα χέρια τους κι αγκαλιάζονται, έτσι που, ο άντρας σφίγγει μ’ εμπιστοσύνη τη γυναίκα ανάμεσα στα μπράτσα του, κι η γυναίκα ελεύθερα αφήνεται στη ζεστή αγκαλιά του: ” Ν’ αγαπάς”, μου λέει αυτή η ευαίσθητα δυνατή γυναίκα μέσα μου -ενόσω εγώ μετρώ τους χτύπους της καρδιάς μου που πάλλονται από μιαν πρωτόγνωρη κατανόηση- θα πει ν’ αφήνεσαι, να παραδέχεσαι πώς δεν ξέρεις : θα πει, να φυλάς χώρο για ‘κείνες τις αμήχανες στιγμές που οι λέξεις δεν φτάνουν, για κείνα τ’ αγωνιώδη λεπτά που η σιωπή πάλλεται ανάμεσα σε σένα και στον άλλο, εκεί που τα αισθήματα δε μπορούν παρά να ξεβραστούν άτακτα και άτσαλα στην επιφάνεια, εκεί που, ίσως, να διαισθανθείς πώς, η επίκληση της ίδιας σου της σύνδεσής με τον πολύτιμο άλλο, δεν είναι αρκετή!
“Ν’ αγαπάς”, μου ξαναλέει αυτός ο δυνατά τρυφερός άντρας μέσα μου, θα πει να ναυαγείς και να το δέχεσαι, να μην φοβάσαι, να μην αρνείσαι, να μην προσποιείσαι, παρά να σκύβεις ίσια μέσα στα συναισθήματα του άλλου και να του γνέφεις με τα μάτια σου πώς, έχεις μπει σε άγνωστα εδάφη, που ωστόσο είσαι πρόθυμος να εξερευνήσεις, δίχως πομπώδη και βαρύγδουπα επιχειρήματα, δίχως άτοπους ανταγωνισμούς ή θορυβώδεις επικλήσεις ενοχών: ν’ αγαπάς θα πει, να σωπαίνεις, ν’ απομακρύνεσαι, δίνοντας χρόνο, ώστε ν’ ανακαλύψεις, στα μάτια του άλλου, μια νέα διάσταση του εαυτού σου !
“Ίσως, αγάπη -μου ψιθυρίζουν τώρα κι οι δυο συγχρόνως- να’ ναι η διάλεκτος που σημαίνει ” βρίσκομαι σ’ απάτητα μέρη και δεν ξέρω, πώς ν’ αντιδράσω σε σένα που στέκεσαι αντίκρυ μου, δεν ξέρω πώς να μιλήσω στον εαυτό μου, δεν ξέρω πού ακριβώς έχασα το νήμα που θα μ’ έβγαζε απ ΄το λαβύρινθο, απ΄ το δικό σου και δικό μας λαβύρινθο εννοώ, και δες, πανικοβάλλομαι, καθώς σκέπτομαι πώς, μου τέλειωσαν οι τρόποι, σώθηκαν όλα τα μέσα που μου είχαν μάθει να μεταχειρίζομαι, και, να με τώρα, να σκέπτομαι πώς, χρειάζεται να κάνω έν’ άλμα, ν’ επανεφεύρω τον εαυτό μου για να σε συναντήσω” !
Τους αφήνω, με τον εαυτό μου πια, ακέραιο, χαμογελώντας στη σκέψη, πώς, ίσως η αγάπη, να’ ναι ο δρόμος, για να σε οδηγήσει κάποιος και πάλι πίσω, στον εαυτό σου!