Αν και αυτό το Καλοκαίρι, δεν θύμιζε σε τίποτα με τα προηγούμενα καλοκαίρια της Ελλάδας με έντονη βροχόπτωση που συνδυάζει υγρασία και ζέστη, έφτασε επιτελούς ο ζεστός Ιούλιος μήνας. Όταν Κυριακή χαράματα, αξημέρωτα, ξεκινήσαμε οδηγώντας προς Νεάπολη, δεν είχαμε προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι ταξιδεύαμε. Ήταν απόφαση στιγμής. Δεν είχαμε προλάβει να συνειδητοποιήσουμε και άλλα πράγματα. Απλά πράγματα. Ότι είναι Καλοκαίρι, παραδείγματος χάριν, «εκεί έξω».
Ξεκινήσαμε μαζί με την Μυρτώ, με μια διάθεση καλοκαιρινή, για το ταξίδι στα Κύθηρα που πάντα ήθελα να πάω. Ήμουν πολύ χαρούμενος που αυτό το ταξίδι το κάνω μαζί της. Ευτυχώς, ήλθαν τα Κύθηρα. Φθάνοντας στο νησί, η πρωινή καταιγίδα είχε δώσει τη θέση της σε έναν φωτεινό ήλιο, και ένα αγέρι, -ενίοτε δυνατό, σαρωτικό-, που ξυπνούσε τις αισθήσεις και έφερνε τα πιο όμορφα αρώματα. Αρώματα θυμαριού, και αγριοβότανων, και λουλουδιών. Και ξαφνικά, όλη η κούραση, εξαφανίστηκε. Τα άγχη της καθημερινότητας πήραν τις θέσεις τους, γύρισαν πάλι στα μικρά κλουβιά τους, οι σκιές υποχώρησαν, το βλέμμα απέκτησε ορίζοντα, η ψυχή φως. Εκεί, στους στενούς δρόμους με τα ανθισμένα αγριολούλουδα, στα μικρά σπιτάκια με τις παράξενες καμινάδες, στα ερειπωμένα -μα γεμάτα φως και πίστη σε ένα αύριο καλύτερο- ξωκλήσια… εκεί έφυγαν όλα τα μικρά άγχη, που σαν το σκόρο τριβελίζουν τις μέρες, τις νύχτες, το νου. Και ο χρόνος, ο τόσο αδηφάγος στη μεγάλη πόλη, έσκυψε στοργικά πάνω από το Κάστρο, μετρώντας αλλιώς… ένας χρόνος αλλιώτικος, θαρρείς άχρονος, ανάλαφρος που είχε κάτι από Ηλιαχτίδα και μύριζε Βιολέτες Μοβ…Και έμειναν μόνο εκείνα, παρόντα και απόντα που είναι τα πραγματικά σημαντικά. Τα δικά μας μέρη, Το δικό μας Φως, Οι δικοί μας Άνθρωποι. Περπατούσαμε μαζί πιασμένοι χέρι χέρι σε όλα αυτά τα μέρη, ρουφώντας τις ομορφιές τις φύσης. Τα Κύθηρα είναι τόπος γενναιόδωρος. Τόπος που εμπνέει απλόχερα μια αίσθηση απλότητας, ευγένειας, σεμνότητας και αρχοντιάς. Καθίσαμε σε ένα όμορφο καφενεδάκι μπροστά στο κύμα, παραγγείλαμε από έναν διπλό ελληνικό καφέ. Η γεύση του ήταν πολύ πιο διαφορετική με θέα μπροστά μας το απέραντο γαλάζιο και την Μυρτώ δίπλα μου να με κοιτάζει με έναν ερωτά μοναδικό. Όλα συντελούσαν ότι οι μέρες αυτές που θα περνούσαμε στα Κύθηρα θα έμεναν χαραγμένες στην μνήμη μας και στην καρδιά μας.
Είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι, είχε αρχίσει να βγαίνει η κούραση του ταξιδιού και αποφασίσαμε να ψάξουμε να κλείσουμε δωμάτιο. Πήγαμε σε κάποια πανδοχεία, και τελικά βρήκαμε σε ένα όμορφο πανδοχείο που είχε δωμάτιο μπροστά στην θάλασσα. Ήταν ένα όμορφο δωμάτιο, λυτό, αλλά με μια νησιωτική πινελιά, μα αυτό που ήταν υπέροχο ήταν το μπαλκόνι του. Είχε ένα όμορφο σαλόνι από μπαμπού και μια απίστευτη θέα. Αυτό που επίσης ήταν υπέροχο σε αυτό το δωμάτιο, ήταν το κρεβάτι του, ήταν παλαιού τύπου με ουρανό. Η κάτω κολώνα του είχε μια όμορφη κουρτίνα, επαλ χρώματα απαλά δεμένη με ένα όμορφο κορδόνι στο κάθε στύλο του κρεβατιού. Το ψυγειάκι του δωματίου ήταν πλήρης εξοπλισμένο με ότι χρειαζόμασταν. Δεν είχαμε φάει τίποτα και ως δια μαγείας μέσα είχε τέσσερα σάντουιτς.
– Πείνασα, εσύ;
– Και εγώ το ίδιο.
Τις πρότεινα να φάμε τα σάντουιτς, και το βράδυ που θα βγαίναμε θα τρώγαμε έξω. Συμφώνησε. Πήραμε τα σάντουιτς και μια παγωμένη μπύρα και βγήκαμε στο μπαλκονάκι. Μοιραστήκαμε για ότι είχε δει ο καθένας από το νησί μέχρι εκείνη την στιγμή. Αλλά πραγματικά νοιώθαμε τόσο πολύ κουρασμένοι από το ταξίδι. Την πήρα από το χέρι και την οδήγησα χωρίς να μιλήσω στο μπάνιο για να κάνουμε ένα ντουζ. Με ακολούθησε νωχελικά, το είχε και εκείνη ανάγκη. Βγήκαμε από το μπάνιο γυμνοί, ξάπλωσα και η Μυρτώ πήγε και μισοσκοτείνιασε το δωμάτιο. Όσο την έβλεπα να έρχεται στο κρεβάτι, η γυμνή φιγούρα της μου ξύπναγε τις αισθήσεις. Αν και πολύ κουρασμένος την ήθελα πολύ.
….συνεχίζεται…