Κύθηρα, ένα μέρος που οι άνθρωποι, ξέρουν να καλωσορίζουν. Όπως είναι οι απλοί άνθρωποι, αθόρυβα και ζεστά. Το καλωσόρισμα τους ζεστό κι ανθρώπινο. Κι αυτή την προφορά την νησιώτικη, με κάποιες λέξεις που δεν τις καταλαβαίνεις εύκολα, μα τις νοιώθεις στην καρδιά. Είχαμε βγει βόλτα με την Μυρτώ για να εξερευνήσουμε το νησί και τις ομορφιές του, κι όταν κολλούσαμε στους στενούς δρόμους με το αμάξι, εμφανιζόντουσαν οι κάτοικοι με χαμόγελο στα χείλη και προθυμία να μας βοηθήσουν.
Οι άνθρωποι, λοιπόν. Και αυτή η ικανότητά τους να εμφανίζονται σχεδόν δια μαγείας όταν φθάναμε σε ένα μοναστήρι ή ξωκλήσι, κρατώντας ένα κλειδί -κυρίως γείτονες, απλοί άνθρωποι που έχουν αναλάβει τη φροντίδα των γειτονικών ναών-, πρόθυμοι να μας ανοίξουν, να μας διηγηθούν θρύλους και θαύματα… και μετά να αποχωρήσουν αθόρυβα, έχοντας θαρρείς την υπομονή και την αρχέγονη σοφία να γνωρίζουν ότι το πάσης φύσεως “προσκύνημα” έχει μια διάσταση εντελώς προσωπική, και, κυρίως, η αίσθηση ότι αυτός ο τόπος, τόπος και άνθρωποι, σε αποδέχονται, όπως είσαι, απλά. Χωρίς διάθεση να κρίνουν, να επικρίνουν, να σχολιάσουν και η καλή προαίρεση έχει πάντα τον τρόπο να γλυκαίνει την ψυχή.
Αποκαμωμένοι πια καταλήξαμε σε ένα όμορφο παραθαλάσσιο ταβερνάκι. Καθίσαμε να χορτάσουμε την πείνα μας. Η νύχτα είχε πέσει, το ολόγιομο φεγγάρι κρεμόταν στις άκρες του ουρανοί δημιουργώντας αυτό το ασημένιο μονοπάτι που ενώνει θάλασσα και ουρανό. Ολόμαυρος ο ουρανός όχι όμως μοναχικός, δεν χρειαζόταν άλλη παρέα απόψε, είχε το φεγγάρι και εμάς τους δυο αγκαλιά να κοιτάζουμε αυτή την όμορφη ζωγραφιά του Θεού. Γύρισα την κοίταξα και έτσι απλά τις είπα “Σ’ αγαπώ”. Με κοίταξε και τα μάτια της έλαμψαν σας δυο άστρα του δικού μου ουρανού. Δεν χρειάστηκε να μου πει κάτι, μου απάντησαν τα μάτια της και το χάδι της στο μάγουλό μου. Αφού τελειώσαμε το φαγητό μας, όμορφα πιάτα με γεύσεις νησιώτικες με αρκετό ουζάκι που ήπιαμε κατηφορίσαμε προς την παραλία. Τα μαγαζιά που είχαν τις ξαπλώστρες είχαν κλείσει, η παραλία ήταν έρημη, είχαμε ξεχάσει να δούμε τα ρολόγια μας. Μας είχε συνεπάρει το νησί και ο έρωτάς μας. Κάθισα σε μια ξαπλώστρα κι εκείνη ήρθε ανάμεσα στα πόδια μου… ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος μου. Άρχισα να την φιλώ στο πίσω μέρος του αφτιού και άκουσα τον αναστεναγμό της. Συνέχισα, προχώρησα στο λαιμό. Ήθελα αχόρταγα τα χείλη της, με μια κίνηση απότομη την τράβηξα προς τα πάνω και ήπια τα χείλη αχόρταγα, το ίδιο και εκείνη. Το ερωτικό παιχνίδι είχε αρχίσει και δεν μπορούσε να το σταματήσει τίποτα και κανείς. Κάναμε έρωτα εκεί στην παραλία με μοναδικό μάρτυρα το φεγγάρι και τα πλάσματα της θάλασσας. Ήμασταν στο νησί που γεννήθηκε η Αφροδίτη και εκείνη αναγέννησε τον έρωτα. Πως θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε εμείς από τα δίχτυα της; Μας είχε καταβάλει αυτή η γλυκιά κούραση της μέρας μα και της νύχτας. Αυτό που θα μας ξεκούραζε εκείνη την στιγμή ήταν ένα μπάνιο, βγάλαμε τα ρούχα μας, αφού κοιτάξαμε ότι η παραλία ήταν έρημη και πέσαμε στην θάλασσα. Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και βυθιστήκαμε σε έναν γλυκό ύπνο αγκαλιά.
Την επόμενη μέρα πήραμε το δρόμο της επιστροφή, μα όχι το ταξίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Επόμενος προορισμός η Μονεμβασιά.
Για το νησί των Κυθήρων θα μπορούσα να γράφω με τις ώρες. Μα τα λόγια είναι ανεπαρκή, μπροστά στις αισθήσεις. Και τα Κύθηρα δεν είναι λόγια, είναι αίσθηση… είναι άνεμος, μυρωδιές, θάλασσα, σύννεφα, καλοκαίρι, που ασφυκτιούν μέσα από τα γράμματα των λέξεων, θέλουν να γίνουν πνοή αγέρα… άλλοτε γλυκιά σαν χάδι και άλλοτε δυνατή, να τσούζει τα μάγουλα, να γίνουν ήλιος που καίει τα μάτια, και λουλούδια στα χρώματα του κόσμου, και νύχτα έναστρη, και φως, και κύμα που σκάει στα βράχια. Έχοντας φυλαγμένα αρκετά χαμόγελα και ένα γλυκό εις το επανιδείν για πολλούς από τους κατοίκους των Κυθήρων που οι πορείες μας διασταυρώθηκαν για μια τόσο δα στιγμή, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά πως η ευγένεια και το χαμόγελο μπορούν να κάνουν τον κόσμο μας λίγο καλύτερο.
….συνεχίζεται…