Έβαλα εκείνο το καφέ πουλόβερ που μου είχε πάρει την ημέρα των γενεθλίων μου, με ήξερε οχτώ μήνες αλλά οι μήνες δεν είναι πάντα προσδιοριστικοί ως προς το πόσο σε γνωρίζει κάποιος. Ήξερε τόσα για μένα όσα δεν ήξερα ούτε εγώ μερικές φορές, αυτό με τρόμαζε.
Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει αν και ο ήλιος ξεμυτούσε που και που από τα σύννεφα και σε έκανε να σουφρώνεις τα φρύδια σου. Άρχισα να περπατάω χωρίς ομπρέλα, προσπερνούσα ανήσυχους ανθρώπους που με κοιτούσαν με την άκρη των ματιών τους. Έπειτα χάνονταν μέσα στο πλήθος όπως οι ψιχάλες όταν ενώνονται και σχηματίζουν κάποιο ρυάκι.
Μόλις έφτασα στη θάλασσα παρατήρησα ότι τα κύματα είχαν αγριέψει τόσο που είχαν διώξει όλους τους ανθρώπους από κοντά τους. Εκτός από εκείνη, καθόταν όπως εγώ χωρίς ομπρέλα. Φαινόταν ότι ήταν εκτεθειμένη στη βροχή περισσότερες ώρες από ότι εγώ, τα καστανά μαλλιά της έσταζαν και το πρόσωπο της χαμογελούσε. Τα μάτια της, τα χείλια της, ακόμα και η μύτη της παιχνίδιζε με τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν δίπλα της.
Πως μπορούσε να είναι τόσο αισιόδοξη; ακόμα και ο καιρός βοηθούσε στο να μελαγχολήσεις λίγο παρά πάνω από το συνηθισμένο. Εκείνη πετούσε πέτρες στη θάλασσα προσπαθώντας να τις κάνει να αναπηδήσουν. Η αλήθεια είναι ότι ήταν πάντα κακή σε αυτό. Όπως εγώ στο να εκφράζω τα συναισθήματα μου, προτιμούσα να τα αφήσω να πνιγούν. Αλλά έτσι έφτασα στο σημείο να πνίγουν αυτά εμένα, συσσωρεύτηκαν όλα μαζί και εγώ σαν αβοήθητος ναυαγός κοπανάω δεξιά και αριστερά τα άκρα μου. Εκείνα σφαδάζουν από τις κράμπες αλλά συνεχίζω να τα χτυπάω με μανία, είναι η μόνη μου ελπίδα άλλωστε.
Με χαιρέτησε από μακριά και συνέχισε να πετάει πέτρες οι οποίες συνήθως πνίγονταν στο πρώτο μεγάλο κύμα. Ήθελα να της πω ότι δεν το έκανε σωστά αλλά ήταν μακριά. Δεν με άκουγε, όσο και να φώναζα, είχα την εντύπωση ότι μόνο εγώ άκουγα τον εαυτό μου.
Κοίταξα γύρω μου και δεν καταλάβαινα τι έκανα, γιατί ήμουν στη θάλασσα ενώ έβρεχε; Είχα γίνει μούσκεμα, προστάτεψα με το χέρι το ήδη βρεγμένο κεφάλι μου και άρχισα να τρέχω προς ένα υπόστεγο που υπήρχε δίπλα. Έψαξα με τα μάτια σχεδόν όλη τη παραλία, ήμουν μόνος μου με μια πέτρα γεμάτη άμμο στο χέρι. Πήγα κοντά στη θάλασσα και την πέταξα. Έκανε τέσσερις αναπηδήσεις πριν βουλιάξει, δεν την ξανά είδα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η άμμος είχε πλέον φύγει από πάνω της.
Χρόνια αργότερα, όταν την έσπρωξε στη στεριά η θάλασσα, γυάλιζε από τον ήλιο, πεντακάθαρη σαν ήταν.
Υ.Γ Το τραγούδι της ημέρας, είναι από ένα όχι και τόσο γνωστό συγκρότημα από το Λονδίνο. Το video clip μου αρέσει εξίσου. ελπίζω να αρέσει και σε εσάς!
Καλό Καλοκαίρι!