Τόλμησα να κοιτάξω την θάλασσα από το πλακόστρωτο που πατώ, τώρα, απόγευμα, με την δύση του ήλιου απέναντι μου. Ο κυματισμός θολός μπροστά μου, όπως και το μυαλό μου. Σκέψεις ανακατεμένες, με παράλογες και λογικές λέξεις που μουρμουρίζει η γλώσσα μου. Η ματιά μου έπεσε ξαφνικά στο νερό, την στιγμή που κάτι κινήθηκε και δεν ήταν ούτε ψάρι ούτε πλαστικό.
Είδα μέσα το άψυχο σώμα μου, να επιπλέει στον βουρκωμένο Θερμαϊκό, ανακατεμένο, βρώμικο, με όλα τα σώματα αυτών που αποφάσισαν να δώσουν ένα τέλος εκεί. Θέλησαν να ενώσουν τις δικές τους σαλεμένες θάλασσες, με τα θολά νερά. Ξέφυγα, λίγο πιο πίσω πήγα, μην ζαλιστώ άθελά μου και σωριαστώ στο δάπεδο και κατά λάθος κυλίσω και γίνω ένα με το νερό.
Προβλήματα και ανάκατες λέξεις. Άτολμα λόγια, ισχνές απαντήσεις. Καμία δραστική λύση, καμία σωστή απόφαση δεν πήρα. Μόνο τους δρόμους πήρα ξεναγώντας το κορμί μου σε βρώμικα στενά, από μυρωδιές φαγητών και κρασιών, καπνούς τσιγάρων και κάτουρων. Κατέληξα κάπου άραγε; Όχι, δεν έβγαλα το παραμικρό συμπέρασμα.
Σε βαθειά νερά παραπαίει ο άνθρωπος που έκρυβα κάποτε, τώρα, ένα φυτό είμαι. Κοκάλωσαν τα χέρια μου, δεν κινούνται πια να δώσουν, να πάρουν.
Τα μάτια μου νέκρωσαν, δεν κοιτούν τίποτα δίπλα μου, απέναντι.
Ψύχρα αισθάνομαι, στα κόκκαλα μου φτάνει, λυγίζουν τα πόδια μου. Πέφτω δεν με συγκρατούν όρθιο.
Κυλώ και μένω στα βαθειά νερά του Θερμαϊκού.
Μαίρη Φιλιππίδου Κατσανίδου ©