Πρόσφατα έκανα μια ερευνά γύρω από τις λεγόμενες σχέσεις του «σκωτσέζικου ντουζ». Σκοπός μου ήταν να προσεγγίσω το συγκεκριμένο θέμα σφαιρικά, ώστε να μπορέσω με επιτυχία να κρατήσω το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη, χωρίς αυτός να «χαθεί» μέσα σε μια άβυσσο από δυσνόητες έννοιες και ορισμούς. Έτσι, με τη βοήθεια μιας φίλης ψυχολόγου, μετά από αρκετές ώρες συζητήσεων και μέσα από τη βιβλιογραφία που μου συνέστησε, ξεκίνησα να γράφω για αυτή τη συμπεριφορά, η οποία δεν κάνει διακρίσεις και μπορεί να εκδηλωθεί τόσο από άντρες, όσο και από γυναίκες. Εντοπίζεται και παρατηρείται συνήθως σε ανθρώπους με διαταραχές όπως είναι ο ψυχαναγκασμός, ο καταναγκασμός, ο ναρκισσισμός και συνοδεύετε πολλές φορές με αγχώδης διαταραχές ή κάποια μορφή κατάθλιψης. Οι λόγοι που συνέβαλαν σε αυτό, πολλές φορές τείνουν να «γυρίζουν» πίσω το χρόνο στη ζωή ενός ανθρώπου και να αγγίζουν τα πρώιμα – «σκληρά» παιδικά του χρόνια. Οι γονείς, σε κάποιες περιπτώσεις ενδεχομένως να δημιούργησαν ενοχές ή ακριβώς επειδή ήταν και οι ίδιοι ψυχαναγκαστικοί, είχαν την τάση να λειτουργούν ως τιμωροί, απέναντι στα παιδιά τους.
Για να δούμε όμως πως λειτουργεί όλο αυτό!
Ας πάρουμε για παράδειγμα μία σχέση που ξεκινάει με εξιδανίκευση του συντρόφου, κολακευτικά λόγια, και μοιάζει σαν ένα ζωντανό όνειρο. Αρχικά και οι δύο νιώθουν σημαντικοί ο ένας για τον άλλο και πιστεύουν πως θα ζήσουν μια ιδανική ζωή, μέσα από μια ευτυχισμένη σχέση. Κάποια στιγμή όμως η ονειρική αυτή σχέση περνάει σε μια διαφορετική φάση, αλλάζει καθολικά. Η θέρμη δίνει τη θέση της στην παγωμάρα, η «ζέστη» πλέον έχει καταληφθεί από το «κρύο». Θεμελιώδεις λίθοι της σχέσης αυτής, όπως είναι τα αμοιβαία, ζεστά συναισθήματα, η οικειότητα και το πολύ καλό σεξ, ξαφνικά μετατρέπονται σε κάτι κρύο, κάτι παγωμένο, και ένας από τους δύο συντρόφους αρχίζει να παρουσιάζει μια απόμακρη και πιο αποστασιοποιημένη συμπεριφορά , ενώ η ίδια η επικοινωνία έχει πλέον δυσκολέψει σε μεγάλο βαθμό. Ο ένας από τους δύο σταματάει να νοιάζεται και το έντονο ενδιαφέρον που έδειχνε στο πρώτο στάδιο της σχέσης, δείχνει να έχει ξεθωριάσει αισθητά. Στον αντίποδα, ο άλλος σύντροφος στέκεται συνεχώς πάνω από ένα τηλέφωνο, περιμένοντας καρτερικά ένα σημάδι, μία κίνηση, ένα δείγμα ότι ο άνθρωπος του ακόμα συνεχίζει να ενδιαφέρεται και τον έχει ακόμα ψηλά.
Η κατάσταση έχει αλλάξει, το νιώθεις. Περνάς από τη «ζέστη» στο «κρύο» και ξαφνικά διαφοροποιούνται όλα. Κατακλύζεσαι από αρνητικές σκέψεις, η απελπισία και η θλίψη αναδύονται στη «άβυσσο» των συναισθημάτων σου και εσύ διαμένεις σαστισμένος, χωρίς ουσιαστικά να έχεις καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει – πώς έχει ξεκινήσει ένας φαύλος κύκλος ενός ψυχοφθόρου παιχνιδιού. Ένας φαύλος κύκλος, γεμάτος από αναπάντητα ερωτήματα και εσύ βρίσκεσαι με την πλάτη στον τοίχο, αδυνατώντας να βρεις και να δώσεις οποιασδήποτε μορφής εξηγήσεις – πιθανές και απίθανες – σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δικαιολογήσεις όλη αυτή την ξαφνική αλλαγή. Ένα ψυχοφθόρο παιχνίδι γεμάτο αμφιβολίες έχει ήδη εκκολαφθεί.
Αναζητάς απελπισμένα μια ηλιαχτίδα από το φως του παρελθόντος και ξαφνικά, με ένα σαγηνευτικό τρόπο και μια γλυκιά συμπεριφορά από το σύντροφο σου, την εισπράττεις, το νιώθεις. Δυστυχώς όμως όλο αυτό δεν έχει μια αληθινή, ουσιαστική βάση. Είναι μια χειριστική συμπεριφορά από πλευράς του, με πρόφαση την αγάπη που νιώθει για σένα και την επιθυμία του να απουσιάζουν τα προβλήματα από τη σχέση. Τα προβλήματα που ουσιαστικά ο ίδιος προκαλεί και το μόνο που κάνει είναι να κρίνει την αντιδραστική συμπεριφορά του συντρόφου του ως παρανοϊκή και παράλογη, χωρίς να αντιλαμβάνεται τους λόγους, το υπόβαθρο που οδήγησε τον άνθρωπο του να παρουσιάζει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά. Το μόνο που καταφέρνει τελικά, είναι να δημιουργεί ενοχές στον άλλο και ο ίδιος αυτοπαρουσιάζεται ως θύμα μιας κακής συμπεριφοράς που δε του αξίζει.
Έτσι συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος και εκείνος σε αγνοεί, σε παραμελεί, αδιαφορεί για σένα όσο ακριβώς χρειάζεται για να μην ξεπεράσει τα όρια και τελικά σε χάσει οριστικά. Όσο πρέπει για να μη του φύγεις. Κάποιες φορές αυτό μπορεί να γίνεται συνειδητά, κάποιες άλλες ασυνείδητα και η πρόφαση από μεριάς του για την αποφευκτική του συμπεριφορά, είναι η έντονη ανάγκη του να αποστασιοποιηθεί λίγο, διότι νιώθει πως πνίγεται. Με τον τρόπο αυτό εκλογικεύει τις φάσεις που «χάνεται» και σε αγνοεί, εφευρίσκοντας δικαιολογίες όπως είναι ο αυξημένος φόρτος εργασίας, όπου ξαφνικά οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις απαιτούν όλο και περισσότερο χρόνο, οπότε είναι απόλυτα φυσιολογικό να μην επικοινωνεί μαζί σου τόσο συχνά.
Αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε όλη αυτή την κατάσταση και να την αναλύσουμε από την «ψυχολογική» της σκοπιά, αντιλαμβανόμαστε πως έχει πολλά κοινά σημεία με τη σχέση θύτη – θύματος, στον κύκλο της κακοποίησης. Ένα «παιχνίδι» που οδηγεί το σύντροφο – θύμα σε μια επαναλαμβανόμενη κατάσταση ανασφάλειας, αστάθειας, σύγχυσης, μπερδέματος, απογοήτευσης και ματαίωσης.
Μέσα στην απόγνωση αρχίζεις να καταβάλλεσαι από το αφαιρετικό συναίσθημα πως ουσιαστικά δε ξέρεις, δε γνωρίζεις το πως, και με ποιο τρόπο να αντιδράσεις. Ψάχνεις απεγνωσμένα να εντοπίσεις τους παράγοντες που οδήγησαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο και αυτόματα μέσα σου γεννιέται ένα πλήθος ερωτημάτων. Ποιος είναι τελικά ο φταίχτης για όλη αυτή την αλλαγή? Είναι αυτός που έχεις μοιραστεί τόσο όμορφα συναισθήματα και τόσα γλυκά λόγια στην αρχή της διαπροσωπικής σας σχέσης? Τσακωμοί, διαφωνίες, εντάσεις, αλληλοκατηγορίες και άρνηση λήψης οποιασδήποτε ευθύνης από το «θύτη», μπορούν να οδηγήσουν το σύντροφο του σε μια κατάσταση παρανοειδούς σκέψης, όπου μέσα από εξάρσεις θυμού εξωτερικεύει μια δυσάρεστης φύσεως συμπεριφορά και μια έντονη επιθετικότητα, ενώ στο τέλος το πιθανότερο είναι πως θα κριθεί με αρνητικό πρόσημο για τα πεπραγμένα του και θα κατηγορηθεί ως υπαίτιος για την εδραίωση μιας ασταθούς καθημερινότητας ανάμεσα στο ζευγάρι.
Με λίγα λόγια, σε αυτόν – στο «θύμα» είναι που προσάπτεται η ταμπέλα του παρανοϊκού και του προβληματικού, όμως ουσιαστικά πρόκειται για το αρνητικό είδωλο του εαυτού του μέσα από τον καθρέφτη του «θύτη», και αυτός ο «σκοτεινός» για την ψυχή αντικατοπτρισμός έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί ενοχές, κάνοντας το «θύμα» να αρχίζει σταδιακά να χάνει την επαφή με τον πραγματικό εαυτό του, ώσπου ξαφνικά «συνειδητοποιεί» πως το πρόβλημα το έχει ο ίδιος και ακριβώς επειδή είναι δυσλειτουργικός, αδυνατεί να σταθεί με υγιή τρόπο σε μια υπάρχουσα σχέση ή να θελήσει να προσπαθήσει τη σύναψη μιας καινούργιας.
Ο σύντροφος – «θύτης» που έχει τον κυρίαρχο ρόλο σε αυτό το «παιχνίδι» κακοποίησης, κατακλύζεται από μια έντονη ανάγκη. Προσπαθεί απεγνωσμένα να καταφέρει να τιθασεύσει τη δική του μη ελεγχόμενη ανάγκη για αγάπη, ώστε να οχυρωθεί και μην πληγωθεί. Παίζει μ’ έναν ασφαλή για εκείνον τρόπο, όπου έρχεται τόσο κοντά, όσο εκείνος νιώθει ότι αντέχει, αποφεύγοντας παράλληλα να δεθεί και στην πορεία να πληγωθεί αν τελικά η σχέση δεν πάει καλά. Επίσης, τον τρομάζει η ιδέα μη τυχόν και εξαρτηθεί από το σύντροφο του και τη σχέση μεταξύ τους και τελικά φθάσει στο σημείο να έχει χάσει τον πολυπόθητο έλεγχο που επιθυμεί να διατηρεί. Όλη αυτή η συμπεριφορά υποδηλώνει μια εσωτερικευμένη αναζήτηση ασφάλειας, η οποία εξωτερικεύεται μέσα από τον χειριστικής φύσεως συναισθηματικό έλεγχο του συντρόφου του, αλλά και μια ναρκισσιστική ανάγκη για συνεχή επιβεβαίωση, η οποία ικανοποιείται μέσα από το ρόλο του κυνηγού – που εκείνος υιοθετεί – προς το «θύμα». Αυτό το συνεχόμενο «κυνήγι» που ο ίδιος προκαλεί, ενώ από τη μία παραπονιέται ότι δεν το αντέχει, από την άλλη τρέφεται μέσα από την κατάσταση αυτή, και νιώθει πιο δυνατός, πιο ισχυρός απέναντι στον άλλον.
Μια πρακτική η οποία οδηγεί το σύντροφο – «θύμα» να νιώθει δυσφορία σε καθημερινή βάση και να κατακλύζεται από έντονο συναισθηματικό πόνο. Οι συνεχόμενες δικαιολογίες που χρησιμοποιεί ο «θύτης» για να εκλογικεύσει τη χειριστική συμπεριφορά του, φορτώνουν το «θύμα» με το αίσθημα της οργής και της αγανάκτησης. Νιώθει έντονη την κοροϊδία, την απαξίωση, και ενώ απογοητεύεται, δε φεύγει, αλλά παραμένει επειδή ελπίζει. Τρέφει ελπίδες ότι θα αλλάξει η κατάσταση αυτή, μέσα από άδικες παραδοχές στον εαυτό του ότι και ο ίδιος ευθύνεται για όλα αυτά τα προβλήματα και προσπαθεί να περιορίσει, να «μαζέψει» τις αντιδράσεις του για να αλλάξει προς το καλύτερο η κατάσταση της σχέσης και να αναστραφεί η καταστροφική πορεία της.
Δυστυχώς όμως, όσο «μαζεύεται» το «θύμα», τόσο ο «θύτης» βρίσκει έδαφος για να παίζει πιο σκληρά αυτό το ψυχοφθόρο παιχνίδι, φτάνοντας το σύντροφο του στο σημείο που ξεπερνάει και εν τέλει να χάνει τα όρια του. Και ο «θύτης» δε σταματάει, συνεχίζει και κλιμακώνει αυτό το υποτιμητικό παιχνίδι. Πλέον δε βρίσκει απλά την πρόφαση της εξαντλημένης παροχής ενέργειας στη συσκευή κινητής τηλεφωνίας του· αλλά το προχωράει ένα βήμα παραπάνω. Αναζητάει να πάρει τον αποστασιοποιημένο χρόνο του για να μπορέσει να ηρεμήσει, μένοντας μόνος του για κάποιο χρονικό διάστημα. Και φυσικά το παιχνίδι αυτό δεν έχει τελειωμό. Οποιαδήποτε ελπίδα ότι μπορεί να αλλάξει η κατάσταση είναι μάταια, ακριβώς γιατί η κύρια αιτία βρίσκεται ριζωμένη στο ψυχολογικό υπόβαθρο του «θύτη» και εφόσον δε διορθωθεί αυτό, δε μπορεί να συμβεί καμία ουσιαστική αλλαγή σε τίποτα άλλο. Ο άνθρωπος αυτός λειτουργεί μ έναν αμυντικό τρόπο γιατί πραγματικά δε μπορεί να δεθεί, ούτε να αγαπήσει, ακριβώς επειδή μόλις νιώσει οικειότητα απλά χάνεται. Σα να μη μπορεί να το διαχειριστεί και να το αντέξει.
Φυσικά ευθύνη έχει και ο σύντροφος – «θύμα», ο οποίος δίνει τον απαραίτητο «χώρο» για αυτού του είδους τη συμπεριφορά, και την ανέχεται. Άλλωστε τίποτα δε θα συνέβαινε αν ο ίδιος δεν το επέτρεπε, οπότε αυτό που μπορεί, πρέπει και οφείλει να κάνει, είναι να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης του ,να σπάσει αυτό το φαύλο κύκλο και να αποφασίσει αν επιθυμεί τελικά να συνεχίσει να συμμετέχει σε αυτό το «παιχνίδι». Διαφορετικά θα υποφέρει συνεχώς και θα χάνει όλο και περισσότερο την επαφή με τον εαυτό του για όσο χρονικό διάστημα βιώνει αυτή την κατάσταση, με αποτέλεσμα όλος αυτός ο συσσωρευμένος πόνος και θυμός, κάποια στιγμή να οδηγήσει σε ένα ξέσπασμα το οποίο θα απειλήσει τον «θύτη» και θα έχει ως αποτέλεσμα την τελική ρήξη, έναν άσχημο χωρισμό. Ένα τέλος, στο οποίο ο πληγωμένος «θύτης» είναι πολύ πιθανό να εκδηλώσει σαδιστικές συμπεριφορές, προσπαθώντας να εκμηδενίσει το «θύμα», κάνοντας το να μοιάζει με ένα νοσηρό πλάσμα το οποίο έχει διαταραχές συμπεριφοράς. Μια κατάσταση την οποία ο «θύτης» δε θα δυσκολευτεί να επιτύχει, και όταν πλέον ο ίδιος φύγει οριστικά, θα αφήσει λαβωμένο με βαθιές πληγές, τον ψυχικό κόσμο του «θύματος».