Άστα να πετάξουν σαν πουλιά.
Όσα δεν είπαμε έγιναν χείμαρρος και μας έπνιξαν,
λυγμός στη ψυχή που σπαρταράει στο χρόνο,
μια φωνή στα στήθη, που ουρλιάζει:
«Πες τα άνθρωπε μου εκεί που πρέπει, όταν πρέπει, όπως πρέπει.
Τι τα κρατάς φυλακισμένα μέσα σου;
Ας τα να δραπετεύσουν, να πετάξουν σαν πουλιά,
με το φτερούγισμα τους να ηχεί
είτε σαν κελάηδισμα είτε σαν παραφωνία στα αφτιά του όποιου.»
Μουγγαθήκαμε λες και οι λέξεις έγιναν μιάσματα, μόλυνση στο περιβάλλον.
Φωνές μόνο ακούγονται, ξεσκισμένοι ήχοι…
Δε μάθαμε από τους ποιητές, που έκαναν τις λέξεις τους συμβουλή.
Πόσο άραγε πόνεσαν και αυτοί…
Μα πώς να γράψουν άλλωστε,
για το αγκάθι της προδοσίας,
για το πικρό της αδιαφορίας,
για τον πόθο του ανεκπλήρωτου,
για την εκπλήρωση του αγεφύρωτου
για το μίσος του τέλους,
για τον πόνο του αχτύπητου βέλους…
Πώς να μιλήσουν στην ψυχή σου,
αν δεν είχαν χάσει οι ίδιοι την πνοή τους;