Η διαίρεση της αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο Α’ το 395 μ.Χ. ήταν οριστική με την έννοια ότι, στο εξής, το ανατολικό και το δυτικό κράτος δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο. Στην Ανατολή, ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος (395-408 μ.Χ.), που είχε ανακηρυχθεί Αύγουστος από τον πατέρα του από το 383μ.Χ., ήταν μόνο δεκαεπτά ετών και, στη Δύση, ο αυτοκράτωρ Ονώριος (395-423 μ.Χ.), Αύγουστος από το 393μ.Χ., μόνο ένδεκα. Στη συνείδηση των σύγχρονων η αυτοκρατορία έμενε ενιαία, με δύο διαφορετικές έδρες διακυβερνήσεως, το γεγονός όμως, ότι το ανατολικό κράτος είχε δοθεί στον πρεσβύτερο γιό, σήμαινε επίσης ότι το κέντρο βάρους μετατοπιζόταν στην Ανατολή. Αν και η αυτοκρατορία είχε χωρισθεί σε δύο διαφορετικά κράτη, ο στρατός εξακολουθούσε να είναι ενιαίος. Βρισκόταν ολόκληρος στη Δύση, όπου τον είχε μεταφέρει ο ίδιος ο Θεοδόσιος Α’, για να πολεμήσει τον σφετεριστή Ευγένιο, και, μετά τον θάνατο του αυτοκράτωρ (17 Ιανουαρίου 395 μ.Χ.), επικεφαλής του ήταν ο πατρίκιος Στιλίχων, Βάνδαλος την καταγωγή, που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο του “στρατηγού εκατέρας δυνάμεως” (magister utriusque militiae) και που ήταν, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεοδόσιου Α’, επίτροπος των ανήλικων αυτοκρατόρων. Έχοντας υπό τις διαταγές του ολόκληρο τον στρατό της αυτοκρατορίας, ο πατρίκιος Στιλίχων ήταν φυσικό να αισθάνεται πανίσχυρος.
Στην Κωνσταντινούπολη, από το 393 μ.Χ., ύπαρχος της Ανατολής ήταν ο Ρουφίνος, κελτικής καταγωγής, από την επαρχία Novempopulana της Γαλατίας, ικανός και φιλόδοξος, ο οποίος επιδίωκε να αποσπάσει τον Αρκάδιο από την κηδεμονία του Στιλίχωνος και να τον φέρει υπό τη δική του επιρροή. Ο ειδωλολάτρης ιστορικός Ζώσιμος αποδίδει στον Ρουφίνο την πρόθεση να εμποδίσει τον Στιλίχωνα να επεκτείνει την ουσιαστική κυριαρχία του και στο ανατολικό κράτος, το οποίο, μη διαθέτοντας δικές του στρατιωτικές δυνάμεις, δύσκολα θα μπορούσε να εναντιωθεί στις ενδεχόμενες φιλοδοξίες του Βανδάλου ηγέτη. Πραγματικά, σε εποχή μάλιστα κατά την οποία το κράτος του Αρκαδίου αντιμετώπιζε νέα έξαρση της ουννικής απειλής στα ανατολικά του σύνορα, σε όλες τις ευρωπαϊκές του επαρχίες (υπαρχία Ιλλυρικού, διοίκηση Θράκης) δεν βρίσκονταν παρά μόνο οι Βησιγότθοι, φοιδεράτοι της αυτοκρατορίας από το 382 μ.Χ., καθώς και μερικές απομονωμένες φρουρές. Έτσι, όταν στις αρχές του 395 μ.Χ. και οι ίδιοι οι Βησιγότθοι, αγανακτισμένοι γιατί δεν είχαν ανταμειφθεί επαρκώς για τις βαρύτατες απώλειες που υπέστησαν κατά την μάχη του ποταμού Φρίγδου το προηγούμενο έτος, εξεγέρθηκαν, η κατάσταση φάνηκε να γίνεται απελπιστική. Ενώ οι πληθυσμοί της υπαίθρου κατέφευγαν πίσω από τα τείχη οχυρών πόλεων, τα στίφη των βαρβάρων λεηλατούσαν από άκρη σε άκρη τη χερσόνησο του Αίμου και έφθαναν ως τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ρουφίνος, που με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να προκαλέσει την ανάμιξη του Στιλίχωνος στις υποθέσεις του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, αντί να επικαλεσθεί τη βοήθεια των δυνάμεων που βρίσκονταν υπό την ηγεσία του φιλόδοξου στρατηλάτη στη Δύση, προτίμησε να συναντήσει τον Αλάριχο εμπρός στα τείχη της βασιλεύουσας και να συνδιαλλαγεί μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Γότθος βασιλεύς εγκατέλειψε τη διοίκηση της Θράκης και στράφηκε προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, όπου συνέχισε τις λεηλασίες του. Οποιοδήποτε κι αν ήταν το ακριβές περιεχόμενο της συμφωνίας, αποτελούσε αναμφισβήτητα επιτυχία του Ρουφίνου, ο οποίος κατόρθωσε με μιας, και να απαλλαγεί από τον αμεσότερο βαρβαρικό κίνδυνο και να προβάλει εμπόδια στην ικανοποίηση των διεκδικήσεων του Στιλίχωνος επί των επαρχιών του Ιλλυρικού.
Η υπαρχία του Ιλλυρικού είχε ιδρυθεί το 356/357 μ.Χ. και περιλάμβανε τρεις διοικήσεις: τη διοίκηση Παννονίων, τη διοίκηση Δακίας και τη διοίκηση Μακεδονίας. Λίγο πρίν από το 361μ.Χ., είχε υπαχθεί πάλι στην υπαρχία της Ιταλίας ως εξάρτημά της και το 375 μ.Χ. επανασυστήθηκε. Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Β’ (15 Μαΐου 392 μ.Χ.), το Ιλλυρικό περιήλθε ολόκληρο στο ανατολικό κράτος, με τις τρείς διοίκησεις του που περιλάμβαναν 16 επαρχίες. Ο Θεοδόσιος Α’ γνώριζε καλά ότι το Ιλλυρικό είχε γεννήσει στο παρελθόν πολλούς ανταπαιτητές του θρόνου και ήθελε να το κρατήσει υπό την εξουσία του. Συνεχιστής της ίδιας πολιτικής ο Ρουφίνος, βασιζόμενος στη συμφωνία του 392 μ.Χ. θεωρούσε ότι το Ιλλυρικό άνηκε στη δική του σφαίρα εξουσίας και αρνιόταν να το αποδώσει στο δυτικό κράτος. Εφόσον δεν διέθετε ο ίδιος τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις για να εξασφαλίσει την εκεί κυριαρχία του, η παρουσία των Γότθων του Αλάριχου θα δυσχέραινε τουλάχιστον την υπαγωγή του στο δυτικό κράτος. Ο Στιλίχων όμως, έχοντας υπό τις διαταγές του τα στρατεύματα και της Ανατολής και της Δύσεως, δεν δίστασε να κινηθεί αμέσως εναντίον των Γότθων, που αντιμετώπιζαν ήδη την επιτυχή αντίσταση των τοπικών φρουρών. Ο Αλάριχος βρέθηκε περικυκλωμένος στη Θεσσαλία και θα υπέκυπτε στον αποκλεισμό του Στιλίχωνος, αν ο τελευταίος δεν υποχρεωνόταν από διαταγή του Αρκάδιου να αποστείλει αμέσως τα ανατολικά στρατεύματα στην Κωνσταντινούπολη και να εγκαταλείψει ο ίδιος τα εδάφη του ανατολικού κράτους. Είναι προφανές ότι τη διαταγή του Αρκαδίου υπαγόρευσε ο Ρουφίνος, αλλά ο Στιλίχων, πιστός στη μνήμη του Θεοδόσιου, δεν ήταν διατεθειμένος να στασιάσει κατά του διαδόχου του, του οποίου είχε αναλάβει την προστασία. Πιθανότατα άλλωστε γνώριζε ότι η δύναμη του Ρουφίνου είχε σοβαρά υπονομευθεί και ότι φερόμενος με διπλωματικότητα δεν θα ήταν αδύνατο να πετύχει την ανατροπή του. Πραγματικά, πασίδηλη επιβεβαίωση της μειώσεως της δυνάμεως του υπάρχου της Ανατολής και της συνακόλουθης ανόδου του “πραιπόσιτου του ιερού κουβουκλείου” ευνούχου Ευτρόπιου αποτελούσαν οι γάμοι του Αρκαδίου (24 Απριλίου 395 μ.Χ.) όχι με τη θυγατέρα του Ρουφίνου, όπως ο ίδιος ήλπιζε ως την τελευταία στιγμή, αλλά με την ευνοούμενη του αντιζήλου του Ευδοξία. Έτσι ο Στιλίχων, ο οποίος είχε προφανώς ήδη έλθει σε συνεννόηση με τον Ευτρόπιο, έσπευσε να συμμορφωθεί με την αυτοκρατορική επιταγή αποσύροντας τα δυτικά στρατεύματα από τη Θεσσαλία και διατάσσοντας τον πιστό του Γότθο στρατηγό Γαϊνά να οδηγήσει τις ανατολικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη. Πραγματικά, ένα μήνα περίπου αργότερα (27 Νοεμβρίου 395 μ.Χ.) ο αυτοκράτωρ και ο ύπαρχος της Ανατολής υποδέχονταν επίσημα στο Έβδομον, στα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως, τα στρατεύματα του Γαϊνά. Ενώ όμως ο Ρουφίνος τους απηύθυνε χαιρετιστήριο λόγο, οι στρατιώτες τον περικύκλωσαν και τον κατακρεούργησαν υπό τα όμματα του Αρκαδίου.
Η διπλωματικότητα του Στιλίχωνος είχε αποδώσει. Ο αντίπαλος του εξουδετερώθηκε και, σε αντάλλαγμα της επιστροφής των στρατευμάτων της Ανατολής, το δυτικό κράτος έπαιρνε το δυτικό τμήμα της υπαρχίας του Ιλλυρικού, δηλαδή την διοίκηση των Παννονίων, που ήδη ονομάσθηκε “διοίκησις Ιλλυρικού”. Το ανατολικό Ιλλυρικό, με τις διοικήσεις Δακίας και Μακεδονίας και πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσε την ιδιαίτερη “υπαρχία Ιλλυρικού” στα πλαίσια του ανατολικού κράτους. Στο εξής ως την κατάλυση του δυτικού κράτους, το σύνορο μεταξύ των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας άρχιζε λίγο βορειότερα από τη λίμνη της Σκόδρας και κατέληγε στο Σίρμιο, που αφέθηκε τότε στο δυτικό κράτος.