“Όνομα – Ζώο – Πράγμα”

“Όνομα – Ζώο – Πράγμα”
«Όνομα – Ζώο – Πράγμα»

.

Ξυπνάς πριν ξημερώσει και αφού ρίξεις νερό στο πρόσωπό σου, ντύνεσαι στα γρήγορα. Φοράς τα ρούχα που διάλεξες αποβραδίς για να γλυτώσεις χρόνο …πού να διαλέγεις πρωί – πρωί. Άλλες φορές βάζεις τα ρούχα της προηγουμένης, ποιος θα το προσέξει άλλωστε. Και ύστερα βιαστικά πηγαίνεις στην κουζίνα. Κοιτάς την ώρα, «ανάθεμα» παραμιλάς, αφού για ακόμη μια φορά ο χρόνος σε έχει προσπεράσει. Φτιάχνεις στα γρήγορα έναν καφέ. Ήσυχα, να μην ξυπνήσεις τα παιδιά. Τον αδειάζεις στο θερμός και το κλείνεις σφιχτά. Μην τυχόν κι ανοίξει, όπως την προηγούμενη που φρέναρες απότομα και χύθηκε παντού μέσα στο αμάξι. Ψάχνεις τα κλειδιά μέσα στο μισοσκόταδο και αφού τα βρίσκεις, δίνεις μάχη να ξεκλειδώσεις την πόρτα, με τον καφέ στο ένα χέρι και την τσάντα στο άλλο. Πώς τα κατάφερες έτσι, αναρωτιέσαι. Κάνεις τα εύκολα δύσκολα και έτσι τα δύσκολα φαντάζουν ακόμη δυσκολότερα. Και η ημέρα έχει μόλις ξεκινήσει. Ίσα που αρχίζει να ξημερώνει.

Με βήματα βιαστικά φτάνεις στο αυτοκίνητο και βάζεις μπροστά τη μηχανή. Περιμένεις να ζεσταθεί και ο χρόνος συνεχίζει να κυλά. Αναρωτιέσαι αν τελικά όσο πιο πολύ τρέχεις, τόσο πιο γρήγορα τρέχει κι αυτός. Και το λαμπάκι της βενζίνης πάλι ανάβει, πρέπει να ξαναβάλεις …30, 20, 10 ευρώ; Πόσα περισσεύουν; Περισσεύουν;  Ίσως θα ήταν καλύτερα να πηγαίνεις στο σταθμό με τα πόδια, σκέφτεσαι. Μήπως να ξυπνάς μισή ώρα πιο νωρίς;     

Παρκάρεις στο στενό δρομάκι δίπλα από τον σταθμό, στο ίδιο σημείο κάθε φορά, πίσω από το ίδιο γνωστό αυτοκίνητο, του άγνωστου γνωστού που συναντάς σχεδόν κάθε ξημέρωμα. Σκέφτεσαι να τον ρωτήσεις κάποια φορά –  μιας και το άτυπο ραντεβού σας είναι την ίδια ώρα – «φίλε μου και για εσένα ο χρόνος κυλά το ίδιο γρήγορα ή μόνο με εμένα κάνει κόντρες;». Μα τι να πεις, την όρεξή σου θα έχει άραγε;

Χτυπάς την κάρτα κατά την είσοδο στην αποβάθρα. Σου μένουν κάμποσες μέρες ακόμη για απεριόριστες μετακινήσεις στο ίδιο περιορισμένο δρομολόγιο. Ώρες – ώρες νιώθεις σαν ζώο που περνά από έλεγχο. Ανοίγουν οι μπάρες για να περάσει ο μπροστινός σου. Κλείνουν απότομα μπροστά σου περιμένοντάς σε να αποδείξεις ότι κι εσύ είσαι έγκυρος, νομοταγής …ένα ζώο κατάλληλο προς βρώση με κωδικό αριθμό τάδε και ημερομηνία λήξης που κάθε μέρα αλλάζει.   

Περιμένεις τον συρμό και κάθε λίγο κοιτάς τον πίνακα με την ώρα άφιξης. Σε 5’ αναγράφει, μόνο που ξέρεις πως μερικές φορές είναι πολύ παραπάνω. Γιατί αυτό το 5’ υπάρχουν στιγμές που μένει κολλημένο. Ειρωνεία, εσύ να τρέχεις να προλάβεις τον χρόνο και μέσα σε αυτή την υπόγεια φάρμα αυτός να κυλάει αλλιώς. Και άντε να εξηγήσεις γιατί και πώς.

Χτυπάς κι άλλη κάρτα, γίνεσαι ξανά ζώο, έτοιμο προς εκμετάλλευση για τις επόμενες 8, 9 ίσως και 10 ώρες. Αλωνίζεις σε τηλεφωνικές γραμμές, απαντάς σε απανωτά μηνύματα, σκάβεις μέσα σε ατελείωτα αρχεία και ξαφνικά βρίσκεσαι μπροστά από άπειρα παράθυρα με θέα αριθμούς, διαγράμματα και στόχους. Διάλειμμα. Σαν ανθρακωρύχος βγαίνεις στο φως της ημέρας για ένα διάλειμμα. Σηκώνεις το βλέμμα σου στον ουρανό και παίρνεις μια βαθειά ανάσα. Κι άλλη μία και αφήνεις τον ήλιο να χαϊδέψει το πρόσωπό σου. Ευτυχώς που υπάρχει κι Αυτός. Κλείνεις για λίγο τα μάτια σου και προσπαθείς να αφουγκραστείς την ζωή γύρω σου. Και θυμάσαι, τότε που ήσουν παιδί. Που σκαρφάλωνες στα δέντρα, κυλιόσουν στο χώμα και έτρεχες γιατί έσφυζες από ζωή. Τώρα τρέχεις για να παραμείνεις ζωντανός…

Τέρμα το διάλειμμα. Μια ανάσα ακόμη και ξανά μέσα. Σε εκείνο το μικρό, ασφυκτικά στενό τετράγωνο δωμάτιο, που βρίσκεται δίπλα σε άλλα μικρά τετράγωνα. Τρίτος καφές και το στομάχι διαμαρτύρεται. Κι όσο τα παραθυράκια στην οθόνη πολλαπλασιάζονται τόσο το κορμί σου σκληραίνει και γίνεται άκαμπτο. Λες και μεταμορφώνεσαι κι εσύ σε ένα μεγάλο τετράγωνο.

Και η σκέψη σου σε ταξιδεύει ξανά στο παρελθόν, τότε που ήσουν παιδί …«παίζουμε όνομα, ζώο,  πράγμα; Και ο χρόνος ξεκινάει …τώρα!» φωνάζει το παιδί μέσα στο μυαλό σου και τότε για μια στιγμή αναρωτιέσαι ποιος τελικά είσαι. Είσαι κάποιος; Κάτι; Από ποιο γράμμα …από πού να ξεκινήσεις; Πού να φτάσεις; Πού ήθελες να φτάσεις; Που έχεις φτάσει; Έχεις φτάσει κάπου;

– «Όνομα, ζώο, πράγμα. Παίζουμε;» το παιδί γελώντας ξαναρωτά, «και ο χρόνος ξεκινάει τ…»,

-«…και δεν σταματάει!» απότομα του απαντάς. 

Ο ήλιος έχει ήδη δύσει κι εσύ παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής. Άλλη μια μέρα φτάνει στο τέλος της μα οι σκέψεις σου τέλος δεν έχουν. Και το παιδί που κυλιέται στα χώματα και σκαρφαλώνει στα δέντρα εξακολουθεί να φωνάζει μέσα στο κεφάλι σου «όνομα, ζώο, πράγμα…». Κι εσύ ακόμη δεν ξέρεις τι να απαντήσεις.  Κοιτάς ξανά ψηλά, στον σκοτεινό πια ουρανό, κλείνεις τα μάτια και παίρνεις μια βαθειά ανάσα. Και ύστερα ακόμη μια και ταξιδεύεις ξανά στο παρελθόν. Τότε που ήσουν μικρό παιδί και σκαρφάλωνες στα δέντρα, κυλιόσουν στο χώμα και έτρεχες γεμάτος ζωντάνια. Τότε που το σώμα σου ολόκληρο τρανταζόταν από τα γέλια ή και τα κλάματα. Που φώναζες με όλη σου τη δύναμη και τραγουδούσες με την καρδιά σου. Και κάθε λέξη που άρθρωνες κουβαλούσε και ένα κομμάτι από την ψυχή σου.  Και τότε, επιτέλους θυμάσαι.

 «Ναι, παίζουμε! Και ξεκινάμε από το Α! Άνθρωπος είμαι γλυκό μου παιδί! Άνθρωπος! …και ο χρόνος, ο δικός μου χρόνος, ξεκινά …τώρα!»

0 0 votes
Article Rating
Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments