«Γιούκι, όταν κοιτάς τον ουρανό, τι σκέφτεσαι;» είπε η Ακικο και ξάπλωσε δίπλα του στο καταπράσινο γκαζόν έξω από το σπίτι της.
Ο Γιούκι έτσι ανέκφραστος όπως ήταν τις περισσότερες φορές, δεν άφηνε κανέναν να καταλάβει τι σκέφτεται.
«Ακικο, σε παρακαλώ, φύγε» το πρόσωπό του δεν άλλαξε καθόλου όταν γύρισε και κοίταξε κατάματα την Ακικο.
«Αν πιστεύεις ότι με τον τρόπο που μιλάς θα διώξεις και μένα, ειδικά από τον κήπο του σπιτιού μου, τότε καλά σε λένε βλάκα» το πρόσωπό της συνοφρυώθηκε για λίγο και έπειτα ξανά έλαμψε από το χαμόγελό της «Τελικά τι σκέφτεσαι;»
Ο Γιούκι αφού κατάλαβε ότι η Ακικο δεν θα έφευγε αποφάσισε να απαντήσει «Δεν σκέφτομαι, απλά κοιτάω τα σύννεφα»
«Τι το συναρπαστικό έχουν;» η Ακικο κοίταξε τα σύννεφα με ύποπτο ύφος, σαν να της έκρυβαν κάτι πίσω τους.
«Το μόνο που κάνουν είναι να ταξιδεύουν» το πρόσωπο του Γιούκι ήταν ακόμα ανέκφραστο καθώς κοιτούσε τα σύννεφα, όμως τα μάτια του δεν ήταν ίδια με πριν.
«Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω»
«Δεν υπάρχει κάτι για να καταλάβεις, ακόμα οι δικές σου ρίζες εξάλλου δεν είναι τόσο βαθιά στο χώμα αυτού του χωριού» είπε ο Γιούκι και κοίταξε για λίγο το σπίτι του που ήταν απέναντι από της Ακικο.
«Νομίζω ότι ούτε οι δικές σου είναι όσο βαθιά νομίζεις Γιούκι»
«Και τι ξέρεις εσύ;» τα λόγια του έγιναν πιο παγερά χωρίς να αλλάξει η έκφρασή του, μόνο τα μάτια του έδειχναν πιο υγρά.
«Μένουμε απέναντι δεκαπέντε χρόνια τώρα, λες να μην ξέρω;» η Ακικο κοίταξε με την σειρά της το σπίτι του Γιούκι, στο παράθυρο φαινόταν μια κάτασπρη γυναίκα με μαύρα μαλλιά να τους κοιτάει.
«Φοβάμαι ότι θα γεράσω εδώ και το μόνο που θα κάνω είναι να κοιτάζω τα σύννεφα, κάθε μεσημέρι, κάθε φθινόπωρο και με κάθε καιρό» τα μάτια του πλέον δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Έτσι άρχισαν να τα στέλνουν κατευθείαν στο χώμα και το γκαζόν όπου και ήταν ακουμπισμένο το κεφάλι του.
«Μόλις ενηλικιωθείς θα φύγεις, το νιώθω!» είπε η Ακικο και του σκούπισε τα δάκρυα με το μανίκι της. Το τραβούσε με το χέρι της τόσο δυνατά που σχεδόν το είχε ξεχειλώσει.
«Ακικο*, το φθινόπωρο είναι η αγαπημένη μου εποχή. Νομίζω ότι αν φύγω ποτέ από εδώ, θα επιλέξω να’ναι φθινόπωρο» ο Γιούκι της έπιασε το χέρι και το απομάκρυνε από το πρόσωπό του. Έπειτα συνέχισε να κοιτάει τα σύννεφα σχεδόν χαμογελαστά.
«Εμένα δεν μου πολύ αρέσει, με μελαγχολεί ο καιρός του φθινόπωρου. Το μόνο που μου αρέσει είναι αυτή η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος που φέρνει»
«Εμένα μου αρέσουν όλα σε αυτό, το αποφάσισα! Θέλω να δω όλα τα μέρη του κόσμου πως δείχνουν το φθινόπωρο!»
«Γιούκι, θα βρέξει σε λίγο, καλύτερα να μπούμε μέσα. Έλα σπίτι μου, έχω έτοιμα νουντλς!»
«Ευχαριστώ Ακικο, αλλά πρέπει να μαγειρέψω κάτι για τη μαμά μου, θα τα πούμε αύριο στο σχολείο!»
«Ελπίζω αύριο να έρθεις!» απάντησε η Ακικο καθώς κοιτούσε λυπημένα προς το παράθυρο όπου στεκόταν η μαμά του Γιούκι. Εκείνη τους παρατηρούσε με χαμένο βλέμμα.
«Και εγώ το ελπίζω, αύριο μπαίνει εξάλλου το φθινόπωρο, όλα θα πάνε καλά!» είπε και βάδισε αργά προς το σπίτι του, κοιτώντας τα σύννεφα καθώς εκείνα του γέμιζαν το πρόσωπο με τις πρώτες σταγόνες της βροχής.
*Ακικο : Σημαίνει φθινόπωρο στα Ιαπωνικά.