Βρέθηκε να κάθεται στην μεγάλη τραπεζαρία ανάμεσα στον φίλο του τον Κωστή και την αδερφή του την Ελένη. Με τον Κωστή γνωρίστηκε στη δουλειά. Συνάδελφοι λοιπόν και φίλοι. Καιρό τώρα ο Κωστής επέμενε μια Κυριακή να του κάνουν το τραπέζι. Να γνωρίσει την οικογένειά του, όπως έλεγε ο Κωστής καμαρώνοντας. Απ’ τα πολλά δέχτηκε ο Αντρέας. Μην χαλάσει το χατήρι του φίλου του. Και να τώρα να βρίσκεται στην μεγάλη τραπεζαρία με την οικογένεια του φίλου του. Ένιωθε άβολα,παράξενα. Έδειχναν τόσο δεμένοι μεταξύ τους, θαρρείς και βγήκαν από ταινία του σινεμά. Ξέρεις αυτές με τα happy end. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμικτα, θύμιζαν τζιν τόνικ. Συνδυασμός φωτιάς και τόνωσης μαζί.
Η φωτιά σιγόκαιγε τα σωθικά του στη θύμηση της δικής του οικογένειας, που σε τίποτα δεν έμοιαζε με ετούτη την σημερινή εικόνα που είχε μπροστά του. Μα ήταν σαν ένεση τονωτική, αυτή η ζωντάνια που του μετέδιδαν.
Θαύμαζε την Ελένη. Χαμογελαστή με τα λυτά εβένινα μαλλιά της,να αφηγείται την φάρσα που της κάνανε τα παιδιά στο σχολείο. Ήτανε δασκάλα η Ελένη. Ο Κωστής γελούσε με την αφήγηση της αδερφής του, ενώ παράλληλα της σερβίριζε στο πιάτο της λίγη σαλάτα ακόμα. Ο κύριος Μιχάλης, ο πατέρας του Κωστή, γέμιζε τα ποτήρια με κρασί. Κόκκινο. Από τ’ αμπέλι που είχανε σ’ ένα χωριό λίγο έξω από τη Χαλκίδα. Είχε να το λέει ο Κωστής για το κρασί που βγάζανε και να τώρα ο Αντρέας έβλεπε τον κύριο Μιχάλη να μετατρέπει το άδειο κρυστάλλινο ποτήρι του σε έναν κόκκινο μεθυστικό χείμαρρο, έτοιμο να ταξιδέψει στον ουρανίσκο του. Δίπλα στον κύριο Μιχάλη καθότανε ο Πέτρος, ο μικρότερος αδερφός του Κωστή. Ο Πέτρος ήταν ένα εικοσιπεντάχρονο αγόρι απόφοιτος νοσηλευτικής. Ήταν το στερνοπαίδι της οικογένειας, αγαπητό και φιλότιμο. Αντίκρυ από τον Κωστή καθότανε η κυρία Τασία, η μάνα. Ο Κωστής της είχε αδυναμία. Ήτανε και το σκαρί της κυρίας Τασίας τέτοιο. Σε τραβούσε αμέσως, γλυκοαίματη. Σε εκείνη μάλλον έμοιασε ο Πέτρος και σε τραβούσε, σε κέρδιζε αμέσως.
Απολαμβάνανε τα εδέσματα της κυρίας Τασίας, μιλούσανε, γελούσανε, πίνανε τον άγιο εκείνο οίνο και ο Αντρέας σκεφτότανε πως ήταν ίσως η πρώτη φορά που μάθαινε τι σημαίνει οικογενειακό τραπέζι. Σαν ασπρόμαυρο φιλμ περνούσε μπροστά του η οικογένειά του. Είδε τη μάνα του, τον πατέρα, τον αδερφό του. Είδε τον ευατό του κρυμμένο πίσω από μια πόρτα να βλέπει τον πατέρα του μεθυσμένο να χτυπάει τη μάνα του. Είδε τον μικρότερο αδερφό του με τα τρυπημένα χέρια του από τη κόκα. Είδε τη μάνα του γαντζωμένη πάνω του να τον βλέπει σαν σωτήρα. Είδε ξανά τον ευατό του, να πνίγεται, να θέλει να ξεφύγει. Και το έκανε. Έβαλε τον μικρό για αποτοξίνωση για δεύτερη φορά, πήρε τη μάνα του και φύγανε για την Αθήνα. Ο πατέρας του δεν ήθελε να ακολουθήσει. Τον άφησε πίσω στα μπουκάλια του, στον κόσμο του. Πόνεσε ο Αντρέας, λύγισε, έκλαψε, μα πάντα κρυφά πάντα μόνος. Σε κανέναν δεν έδωσε δικαίωμα οίκτου. Τα κατάφερε. Τρία χρόνια τώρα στην Αθήνα είχε μπει σε άλλους ρυθμούς, είχε σχεδόν ξεχάσει τα παλιά, εστίαζε στο σήμερα. Και ετούτο το τραπέζι σήμερα τον έκανε να ξαναθυμηθεί, να συγκρίνει, να νιώσει θλίψη αλλά και ντροπή. Μέσα σ’ ένα ασπρόμαυρο φιλμ ενός, δύο λεπτών είδε την οικογένειά του και δεν μπόρεσε να δει ούτε ένα τέτοιο οικογενειακό τραπέζι. Ούτε ένα. Και όμως είχε κάτι κοινό με τον φίλο του τον Κωστή. Αγαπούσανε και οι δυο τις οικογένειές τους. Ο Κωστής βέβαια δεν γνώριζε την ιστορία του Αντρέα. Πίστευε πως έχει μόνο τη μάνα του. Είχε προτείνει μάλιστα στον Αντρέα να πάρει και τη μάνα του στο τραπέζι, μα ο Αντρέας φοβούμενος μην η μάνα του πετάξει τίποτα από τα παλιά, απέφυγε το κάλεσμα του Κωστή με μια πειστική δικαιολογία.
Επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα καθώς ο Κωστής του πρότεινε να περάσουν στο κήπο αφού τελείωσαν το φαγητό. Ένας μικρός παράδεισος ο κήπος της οικογένειας. Καθίσαν με το φίλο του κάτω από την πορτοκαλιά. Το άρωμα που ανέδυε έκανε το Αντρέα να σκιρτήσει ξανά. Θυμήθηκε τη δική τους πορτοκαλιά, το δικό τους κήπο, που ένας Θεός ξέρει πως θα είχε καταντήσει μετά την αποχώρησή τους.Μα όχι ετούτες οι σκέψεις καθόλου δεν βοηθούσαν τον Αντρέα. Τις πέταξε από το μυαλό του αμέσως. Τώρα ήταν εδώ με το φίλο του, την οικογένειά του, τον κήπο, την πορτοκαλιά. Άναψε τσιγάρο μαζί με τον Κωστή συζητώντας για την Άννα, τη συνάδελφο του γραφείου. Χαλάρωσε ο Αντρέας, ξεχάστηκε μιλώντας για την Άννα. Μιλώντας για το παρόν σβήνοντας το παρελθόν που σκίασε λίγο πριν τη σκέψη του.
Επιστρέφοντας σπίτι, βρήκε τη μάνα του να σιδερώνει. Την φίλησε στο μάγουλο, την κοίταξε χαμογελαστός και της είπε: “Λέω να πάμε το άλλο σαββατοκύριακο να δούμε τον πατέρα και τον μικρό, τι λες;” Έλαμψε το πρόσωπο της μάνας του από χαρά. Μαλάκωσε και η συνείδηση του Αντρέα.
Τι όμορφο κείμενο , γνωστή η γραφή σου και αγαπημένη!!! συγχαρητήρια
Ευχαριστώ από καρδιάς Έλενά μου!!!