Ο Σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα με περισσότερους από 300 εκατομμύρια ασθενείς σε όλο τον κόσμο. Ο επιστημονικός όρος διαβήτης προέρχεται από το ρήμα διαβαίνω, προκειμένου να περιγράψουμε τη διέλευση της γλυκόζης (σακχάρου) στα ούρα. Ο ρυθμός αύξησης των ασθενών είναι μεγάλος , έτσι ώστε την επόμενη δεκαετία φαίνεται ότι θα πάσχουν από διαβήτη περίπου 500 εκατομμύρια άνθρωποι. Πρόκειται για διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης λόγω μειωμένης παραγωγής ινσουλίνης, μίας ορμόνης η οποία ευθύνεται για την είσοδο της γλυκόζης στα κύτταρα. ¨όταν αυτή είναι μειωμένη ή δεν υπάρχει καθόλου, τότε αυτόματα αυξάνουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Η ινσουλίνη παράγεται φυσιολογικά από τα β κύτταρα του παγκρέατος.
Οι βασικοί τύποι διαβήτη είναι ο διαβήτης τύπου Ι (ινσουλινοεξαρτώμενος) σε ποσοστό 10% και ο διαβήτης τύπου ΙΙ σε ποσοστό περίπου 90%. Πρόκειται για δύο διαφορετικές νοσολογικές οντότητες, οι οποίες όμως κλινικά εμφανίζονται με παρόμοια συμπτώματα όπως πολυδιψία, πολυουρία, πολυφαγία και απώλεια βάρους, αίσθημα αδυναμίας και κόπωσης, διαταραχές αισθητικότητας, συχνές λοιμώξεις.
Ο σακχαρώδης διαβήτης συνδέεται με διάφορες επιπλοκές από άλλα σημαντικά όργανα τα οποία προσβάλλει μακροχρόνια και ύπουλα όπως το καρδιαγγειακό σύστημα, η αρτηριακή υπέρταση, η νεφρική ανεπάρκεια, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, οφθαλμολογικές διαταραχές, περιφερική νευροπάθεια και έλκη και λοιμώξεις μαλακών μορίων. Άλλες μακροχρόνιες επιπλοκές μπορεί να αφορούν περιοδοντίτιδα, υπερλιπιδαιμία, λιπώδης διήθηση του ήπατος, ξανθώματα κλπ.
Ο διαβήτης τύπου Ι ή νεανικός διαβήτης χαρακτηρίζεται από αυτοάνοση καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία ευθύνονται για την παραγωγή ινσουλίνης, με αποτέλεσμα ολική έλλειψή της. Ο διαβήτης τύπου Ι αποτελεί την κυριότερη αιτία διαβήτη στα παιδιά και νεαρούς ενήλικες. Στους περισσότερους ασθενείς με νεανικό διαβήτη ανιχνεύονται στην κυκλοφορία ένα ή περισσότερα είδη αυτοαντισωμάτων ενώ συχνά συνυπάρχουν και άλλες αυτοάνοσες παθήσεις. Ο διαβήτης τύπου Ι συνήθως εμφανίζεται απότομα και οδηγεί πολλές φορές σε επείγουσες καταστάσεις όπως της κέτωσης και της διαβητικής κετοξέωσης. Ο ασθενής είναι εξαρτημένος από την εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης προκειμένου τα επίπεδα σακχάρου του αίματος να διατηρούνται σε φυσιολογικά επίπεδα.
Η θεραπεία του διαβήτη τύπου Ι είναι η ινσουλίνη. Υπάρχουν πολλών ειδών ινσουλίνες και η αγωγή εξατομικεύεται ανάλογα με τον ασθενή.
- Ινσουλίνη μακράς δράσης: Έχει μακρό χρόνο δράσης ,ώστε να καλύπτει τις ανάγκες του ασθενή όλο το 24ωρο με μία ένεση. Κύριος στόχος είναι να διατηρείται σταθερή η συγκέντρωση της ινσουλίνης στο αίμα για τις βασικές μεταβολικές ανάγκες του οργανισμού. Όμως αυτή η ινσουλίνη αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες που προκύπτουν μετά από κάθε γεύμα, οπότε εδώ απαιτείται η προσθήκη άλλης ινσουλίνης ή αντιδιαβητικά δισκία.
- Ινσουλίνη ενδιάμεσης δράσης: Χρειάζονται δύο ενέσεις το 24ωρο.
- Ινσουλίνη ταχείας και υπερταχείας δράσης : Πρόκειται για την ινσουλίνη η οποία χορηγείται πριν από κάθε γεύμα (20-30 λεπτά πριν το γεύμα). Η δράση της εξαντλείται μέχρι το επόμενο γεύμα. Νεότερα σκευάσματα είναι αυτά της υπερταχείας δράσης τα οποία χορηγούνται έως και 10 λεπτά πριν το γεύμα.
Ο διαβήτης τύπου ΙΙ αποτελεί τη συχνότερη αιτία διαβήτη στους ενήλικες ασθενείς και χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης και ελαττωμένης ευαισθησίας των κυττάρων στη δράση της (αντίσταση στην ινσουλίνη ή ινσουλινοαντοχή). Προδιαθεσικοί παράγοντες αποτελούν η παχυσαρκία, η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό. Στα πρώτα στάδια της νόσου, η ελαττωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη είναι η κύρια διαταραχή, ενώ τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα είναι αυξημένα.
Στον διαβήτη τύπου ΙΙ, τα συμπτώματα είναι ηπιότερα αλλά ο ο κίνδυνος σοβαρών επιπλοκών παραμένει υψηλός. Το πλέον σημαντικό βήμα στη θεραπεία του διαβήτη τύπου ΙΙ είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής του ασθενούς, η απώλεια βάρους, η σωματική άσκηση και την υγιεινή διατροφή. Η θεραπεία αφορά τη χορήγηση αντιδιαβητικών δισκίων και σε βαρύτερες περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμη, η χορήγηση ινσουλίνης για τον έλεγχο και αυτών των ασθενών. Σε αυτούς του ασθενείς χορηγούνται μείγματα ινσουλίνης τα οποία δίδονται συνήθως σε δύο ή τρεις ενέσεις την ημέρα, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενούς.
Η αποδοχή της νόσου και η εκπαίδευση του ασθενή ώστε να συμμορφωθεί με τις ιατρικές οδηγίες αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία για μια αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση. Η διατροφή του ασθενή με διαβήτη πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διατηρείται φυσιολογικό το σωματικό βάρος του. Τη βάση του διαιτολογίου πρέπει να αποτελούν οι υδατάνθρακες (περίπου το 50% των ημερησίων θερμίδων) ενώ τα λιπαρά πρέπει να περιορίζονται στο 30%. Το υπόλοιπο των ημερησίων θερμίδων καλύπτεται από τις πρωτεΐνες χωρίς να να ξεπερνά το 15-20%. Τα γεύματα πρέπει να κατανέμονται σωστά μέσα στην ημέρα. Η συστηματική άσκηση είναι απαραίτητο στοιχείο της θεραπείας.
Ο διαβήτης κύησης αποτελεί μία ιδιαίτερη νοσολογική οντότητα. Πρόκειται για την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ πριν από αυτή δεν προυπήρχε. Ο τύπος αυτός μοιάζει με το διαβήτη τύπου ΙΙ ως προς το ότι χαρακτηρίζεται από ταυτόχρονη ελαττωμένη έκκριση ινσουλίνης και ελαττωμένη ευαισθησία των κυττάρων στην ινσουλίνη. Παχύσαρκες γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν διαβήτη της κύησης. Ο τύπος αυτός διαβήτη αφορά στο 3-5% των κυήσεων, ενώ 30-40% των γυναικών με διαβήτη κύησης θα αναπτύξουν διαβήτη τύπου ΙΙ αργότερα στη ζωή τους. Ο διαβήτης της κύησης είναι αναστρέψιμος και υποχωρεί μετά τον τοκετό, μπορεί όμως να προκαλέσει περιγεννητικές επιπλοκές και προβλήματα στην υγεία μητέρας και νεογνού.
Ο διαβήτης γενικά είναι ένα χρόνιο νόσημα, που εξελίσσεται με το χρόνο και η φαρμακευτική αγωγή συνεχίζεται δια βίου. Η πιθανότητα ανάπτυξης επιπλοκών μειώνεται όσο καλύτερα ρυθμίζονται οι τιμές του σακχάρου στο αίμα. Μια σειρά παραγόντων, όπως το κάπνισμα, τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης η παχυσαρκία, η υπέρταση και η καθιστική ζωή, επιταχύνουν την ανάπτυξη επιπλοκών.
Μία σημαντική επιπλοκή από τη ίδια τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη αποτελεί η υπογλυκαιμία. Μπορεί να προκληθεί από αυξημένη δόση ινσουλίνης , έντονη σωματική άσκηση ή μειωμένη λήψη τροφής ή υδατανθράκων. Ο ασθενής εμφανίζει αιφνιδίως ευερεθιστότητα και αυξημένη εφίδρωση ενώ μπορεί να προκληθούν διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, απώλεια συνείδησης ή/και κώμα. Απαιτείται άμεση πρόσληψη γλυκόζης από το στόμα ή αν ο ασθενής είναι αναίσθητος, ενδοφλέβια χορήγηση γλυκόζης.
Η στρατηγική αντιμετώπισης των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη έχει στόχο τον μακροχρόνιο γλυκαιμικό έλεγχο του ασθενούς και την εξάλειψη των παραγόντων εκείνων που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης των χρόνιων επιπλοκών της νόσου.