Καθισμένη στο γραφείο, με τα δάχτυλά μου να πυρώνουν από μιαν επιθυμία να αποτυπώσουν στο χαρτί το αντίκρυσμα μιας σειράς στιγμών, αναζητώ εναγωνίως να δώσω υπόσταση στις λέξεις μου. Κι όλο γράφω, τα δάχτυλά μου γλιστρούν από γράμμα σε γράμμα, από γραμμή σε πρόταση, πασχίζοντας ν’ αποτυπώσουν σε λέξεις, το ρυθμό της σιωπής..
Όλη μου τη ζωή, αυτό που διδάχτηκα, δεν ήταν παρά να προφέρω φωνήεντα, ν’ αρθρώνω συλλαβές, να τοποθετώ τις λέξεις σε σειρά, κατασκευάζοντας στέρεες σειρές προτάσεων, να μιλάω, να υποστηρίζω και να διαφωνώ και να ψέγω και να επικρίνω και να επαινώ και να εκθειάζω: όλη μου τη ζωή, δε διδάχτηκα, παρά τον τρόπο να γεμίζω επιδέξια τις ρωγμές του χρόνου με λέξεις, αποκρούωντας κατάλληλα τις αμήχανες στιγμές με πρόσκαιρα λόγια, έτσι ώστε, να μη βρεθώ ποτέ μου αντιμέτωπη με την σιωπή!
Μόνο που, πλησιάζει κάποια στιγμή, που, τα λόγια παθαίνουν υπερκόπωση και εγκαταλείπουν τις επάλξεις σε τούτον τον μάταιο αγώνα: φθάνει μιαν αλλόκοτη μέρα που όλες οι λέξεις αποσύρονται στον πάγκο, και, ιδού, για πρώτη ίσως φορά, ανοίγεις την πόρτα να υποδεχτείς μιαν απρόσκλητη, αβέβαιη σιωπή!
Στέκεται στο κατώφλι σου, κι η πρώτη σκέψη που εγείρεται στο μυαλό σου, είναι να της κλείσεις κατάμουτρα την πόρτα, να την αρνηθείς, να την διώξεις: μα, από μιαν παράξενη εσωτερική ανάγκη παρακινούμενη, πείθεσαι, αφήνοντάς την να εισέλθει μέσα σου: το μόνο που επιθυμεί, σου λεν τα χέρια της, είναι να την ακούσεις!
Την οδηγείς λοιπόν, στο επίσημο δωμάτιο του νου σου, της επιτρέπεις να κάτσει, κάθεσαι και εσύ, σχεδόν αντίκρυ της: εκείνη στρέφει το κεφάλι της προς το μέρος σου, κι αίφνης, σε κοιτά ξεκάθαρα στα μάτια, μ’ ένα βλέμμα τόσο έντιμο, τόσο ευθύ, που, αρχικά, κοκκινίζεις: βλέπεις, τόσην ευθύτητα, ένας εαυτός καλομαθημένος στα προσχήματα, στις κενές ευγένειες και στις προσποιήσεις, είναι δύσκολο ν’ αντέξει!
Έπειτα, όταν η ντροπή, ηττημένη, σ’ εγκαταλείπει, σηκώνεις το βλέμμα σου προς την κατεύθυνση της σιωπής: τώρα, της επιστρέφεις άφοβα το βλέμμα, σε κοιτά και εκείνη, κοιτιέστε, κι εσύ αγωνίζεσαι ν’ αφουγκραστείς τη μελωδία που μεσολαβεί από τα μάτια σου στα μάτια της, αγωνίζεσαι να εντοπίσεις τα μέτρα και τις παύσεις που ξεπηδούν απ’ τις κόρες της, αφήνοντας την ύπαρξή σου ν’ αντηχήσει, τον ρυθμό της σιωπής !