Από τον Βάσο Π. Καραμπίλια
Πριν λίγες ημέρες είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς τη διαρκή επιτροπή Μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής, όπου διεξάγετο η συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, σχετικά με την αλλαγή καθεστώτος στην Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού (Ε.Ε.Α) αλλά και άλλες διατάξεις του ν. 2725/1999.
Αλγεινή εντύπωση μου έκαναν από τη μια οι θέσεις κάποιων‘’εκπροσώπων’’ του λαού, καθώς ο λόγος ήταν ασύντακτος και άνευ επιχειρημάτων λόγω της έλλειψης ειδικών γνώσεων και από την άλλη η συνέχιση της κρατικής παρέμβασης στα θέματα του αθλητισμού. Καταστάσεις που δικαιολογούν την άποψη την οποία έχω εδώ και χρόνια, πως όσο η πολιτική και ο αθλητισμός πηγαίνουν χέρι-χέρι αλληλοεκβιαζόμενοι, δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην πρόοδο του αθλητισμού.
Για ζητήματα, που αφορούν στους κόλπους του αθλητισμού δεν χωρούν ανούσιες αντιπολιτευτικές κορώνες αλλά αντικειμενικός λόγος και προτάσεις ρεαλιστικές. Εδώ και 3 χρόνια ακούμε για τον νέο αθλητικό νόμο, που θα έρθει αλλά δεν έχει έρθει ακόμη. Αντ’ αυτού έρχονται σχέδια νόμων ‘’Μπαλώματα’’ σε επιμέρους διατάξεις του ήδη ισχύοντος 2725/1999, με διατάξεις φωτογραφικές, αλλά και δεκάδες Υπουργικές αποφάσεις για την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα να διατηρείται ζωντανός ο κρατικός παρεμβατισμός στον αθλητισμό.
Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου αναφερόταν πως ο αθλητισμός ως σπουδαίος κοινωνικός θεσμός χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από φαινόμενα σήψης, έντονης βίας και διαφθοράς. Με ποιον τρόπο βέβαια αυτά τα φαινόμενα θα ελαχιστοποιηθούν αν αλλάξει η νομική μορφή της Ε.Ε.Α το γνωρίζουν αποκλειστικά οι συντάκτες του σχεδίου νόμου. Το ζήτημα δεν είναι υπό ποια νομική μορφή θα ελέγχει η Ε.Ε.Α τις ομάδες ή τι περιοριστικά μέτρα θα επιβάλλει ο Εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά την προδικασία, αλλά πώς θα γίνει σωστά και αποτελεσματικά ο έλεγχος από τη μία και δεν θα φτάσουμε καν στην προδικασία για πρόκληση επεισοδίων στα γήπεδα από την άλλη. Η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής επαγγελματικού αθλητισμού δεν είναι θέμα νομικής μορφής αλλά πραγματικής βούλησης.
Η αντικατάσταση της υφιστάμενης Επιτροπής του άρθρου 77 του ν. 2725/1999 με ακόμη ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είναι ανώφελη με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε δημοσιονομική επιβάρυνση αλλά και ρουσφετολογικές παροχές, χωρίς να υπάρχει κάποια μελέτη και χωρίς να προϋπολογίζεται καν το κόστος, καθώς προβλέπονται νέες προσλήψεις και ανάθεση έργων σε εξωτερικούς συμβούλους, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στο ύψος των αμοιβών αλλά και από πού θα προκύψει αυτό το προσωπικό.
Κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει για ποιον λόγο η πολιτεία δεν αξιοποιεί τα εργαλεία που δίνει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα το άρθρο 75 παρ.4, του αθλητικού νόμου δίνει τη δυνατότητα στον Υφυπουργό Αθλητισμού να αναθέτει στο Ελεγκτικό Συνέδριο του αρ.98 Συντάγματος, τον έλεγχο αθλητικών ανωνύμων εταιρειών. Μια δυνατότητα ανενεργή εδώ και πολλά χρόνια δυστυχώς, που θα μπορούσε να αποδώσει.
Το κράτος επομένως δεν αρκεί να προστατεύει και να εποπτεύει επιδερμικά τον αθλητισμό όπως αναφέρει το Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ.9. Το κράτος πρέπει να χαράσσει τη στρατηγική για την άρτια εφαρμογή των κανόνων συνεπικουρώντας τον αυστηρό έλεγχο από ουσιαστικά ανεξάρτητες αρχές και όχι να χαρακτηρίζει την Ε.Ε.Α τύποις ανεξάρτητη, ενώ στην ουσία παρεμβαίνει σε κάθε της απόφαση.
Πρότασή μου εδώ και χρόνια είναι η σύσταση δύο πραγματικά ανεξάρτητων αρχών, που θα κατοχυρώνονται Συνταγματικά (101Α. Σ). Μιας πραγματικά ανεξάρτητης οικονομικής αρχής, που θα στελεχώνουν αποκλειστικά οικονομικοί εισαγγελείς και θα ελέγχει αυστηρά τα οικονομικά όσων εμπλέκονται με τον αθλητισμό, καθώς και μιας ανεξάρτητης αρχής με την επωνυμία ‘’Ο Συνήγορος του αθλητισμού’’ που θα ελέγχει τα φαινόμενα διαφθοράς και βίας μαζί με τη Διαρκή επιτροπή αντιμετώπισης βίας (Δ.Ε.Α.Β) το Εθνικό συμβούλιο αθλητικού σχεδιασμού (Ε.Σ.Α.Σ) και την Ελληνική αστυνομία. Σύσταση συνεπώς δύο πραγματικά ανεξαρτήτων αρχών στις υπηρεσίες του αθλητισμού, στελεχωμένες με εν ενεργεία δικαστικούς και όχι νέα κομματικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Όσον αφορά στην υφιστάμενη Ε.Ε.Α, πάγια θέση μου είναι η αξιοκρατική στελέχωση των μελών της μετά από εισήγηση των ίδιων των αθλητικών φορέων, η ενδυνάμωση, η αυτονομία και ασφαλώς η απρόσκοπτη παραγωγή έργου. Ο επικεφαλής της επιτροπής, που είναι ανώτατος δικαστικός λειτουργός θα πρέπει να προτείνεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δικαστικής του αρχής, που είναι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου βάσει ικανοτήτων και όχι κομματικών φρονημάτων.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς στον επαγγελματικό αθλητισμό αλλά και της βίας στα ελληνικά γήπεδα δεν λύνεται ούτε με μεταθέσεις ευθυνών, ούτε με νέους νόμους οι οποίοι καταργούν παλαιότερους, αλλά με ορθή εφαρμογή των ήδη υφισταμένων χωρίς να μας νοιάζει το όποιο πολιτικό κόστος.
Υπάρχει μια φράση που επιβάλλεται να γίνει κτήμα όλων όσοι θέλουμε την πρόοδο του αθλητισμού και ανήκει στον φιλόσοφο και βραβευμένο με Νομπέλ Λογοτεχνίας Αλμπέρ Καμί ‘’Όσα έμαθα για την ηθική και τις υποχρεώσεις τα χρωστάω στο ποδόσφαιρο’’. Ο νοών νοείτω…!
*Από τον Βάσο Π. Καραμπίλια, δικηγόρο Αθηνών, Αθλητικό Δίκαιο-MBA in Sports Management, επιστημονικό συνεργάτη στη Βουλή των Ελλήνων