«Κι έπειτα θ’ ανοίξεις τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και θα μπεις στον κήπο. Μα θα περιμένεις να νυχτώσει πριν βγάλεις οποιοδήποτε συμπέρασμα. Δεν θα είναι δικός σου αυτός ο κήπος, δικιά σου θα είναι μονάχα η χαρά απ’ τους καρπούς του».
Ένα σκισμένο χαρτί είναι, αυτό είναι όλο. Δεν ήξερε τι έγραφε πριν, δεν ήξερε τι έγραφε μετά. Κάτω από την τελευταία γραμμή, στο ελάχιστο μισοσκισμένο κομματάκι χαρτιού που είχε απομείνει, φαίνονταν οι άκρες από κάποια βελάκια που έδειχναν κάπου. Ποιος ξέρει πού; Ποιος ξέρει από πού; Δεν θα μάθαινε ποτέ. Ένα μικρό μπουρίνι είχε φέρει το χαρτάκι πάνω στο γραφείο του, κατάφερε να το περάσει από το κιγκλίδωμα του παράθυρου, και να το θρονιάσει μπροστά στο πληκτρολόγιό του, αφού προηγουμένως είχε σκορπίσει ένα σωρό χαρτιά με σφραγίδες και νούμερα, κάτω, στο πάτωμα.
«Ναι, κάτι μας είπες τώρα. Τα μάτια του έτσουζαν από τις ώρες που είχε περάσει μπροστά στον υπολογιστή – δεν θυμάται πόσες δουλειές είχε «διεκπεραιώσει» απ’ όσες είχε προγραμματίσει στην αρχή της μέρας… ήταν εφτά το απόγευμα, καλοκαίρι, ο ήλιος ακόμα ψηλά. Μήπως να φύγει;
Ναι, να φύγει. Τσαλακώνει το σκισμένο χαρτάκι, το βάζει στην τσέπη.
«Δεν θα είναι δικός σου αυτός ο κήπος, δικιά σου θα είναι μονάχα η χαρά απ’ τους καρπούς του».
Δε θέλει πολλή σκέψη. Τερματισμός στον υπολογιστή, κλείνουν τα κλιματιστικά, τα φώτα, ο συναγερμός, η βαριά σιδερένια πόρτα κλειδώνει, σχεδόν ζαλίζεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Ξεκλειδώνει το αμάξι. Κοιτάει το χαρτί κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα. Φτου. Ας είναι διαφημιστικό για ντελιβεράδικο, ας μην είναι κλήση, τι στην ευχή, δεν έχει κάνει τίποτα παράνομο απόψε.
Ούτε διαφημιστικό είναι ούτε κλήση. Είναι ένα άλλο κομμάτι χαρτί. Σκισμένο. Κι αυτό. Ένα σχεδιάγραμμα. Με δρόμους και βελάκια. Βγάζει από την τσέπη το τσαλακωμένο χαρτί. Ταιριάζουν. Είναι το άλλο του μισό; Μπα, κάτι θα λείπει κι από δω, δε μπορεί. Τι ασχολείσαι; Κάνει να τα πετάξει και τα δυο – όχι στο δρόμο γαμώτο, υπάρχουνε και καλάθια, μόνο που δεν είναι κανένα εδώ τριγύρω. Φτου και πάλι. Τσαλακώνει και τα δυο χαρτιά και τα βάζει στην τσέπη, κατά την προσφιλή του συνήθεια.
Μπαίνει στο αμάξι, βάζει μπρος. Χτυπάει το κινητό. «Ρε πατέρα, μπορείς ν’ αργήσεις λίγο; Έχω στο σπίτι το πρόσωπο. Και η μάνα έχει πάει σινεμά. Το ξέρω ότι δεν θα πεις όχι». Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έστελνε το γιο στο διάολο και ίσως μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα παραπέρα. Τώρα είναι πολύ κουρασμένος ακόμα και γι’ αυτό. Ένα «νταξ» (και με τη μία συλλαβή που ψέλλισε σε συντομευμένη έκδοση) και κλείνει το τηλέφωνο, ας πάει και το παλιάμπελο. Τι κάνεις τώρα; Εφτάμιση έχει πάει η ώρα.
«Δεν θα είναι δικός σου αυτός ο κήπος, δικιά σου θα είναι μονάχα η χαρά απ’ τους καρπούς του».
Βάζει μπροστά τους υαλοκαθαριστήρες, πλένει λίγο τα τζάμια από τη σκόνη και τις στάλες του μικρού μπουρινιού. Θυμάται το τσαλακωμένο χαρτί. Ανακάθεται για να το βγάλει από την τσέπη. Κοιτάει το σχεδιάγραμμα με τους δρόμους και τα βελάκια.
«Και τι έχω να χάσω;» Ακόμα είναι νωρίς, δεν πολυπεινάει με όλες τις αηδίες που έχει κατεβάσει στο γραφείο από το πρωί, σπίτι έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να πάει… Έφυγε.
Το σκισμένο χαρτάκι, καλύτερο από GPS (αν και το έβαλε σε λειτουργία καλού κακού για να μη χαθεί, καθώς έβγαινε από τη μεγάλη πόλη). Περίπου μισή ώρα δρόμος, δεν είχε και πολλή κίνηση, αραίωναν και τα σπίτια, και χαμήλωναν – κάποια στιγμή, σε μια στροφή, τα σπίτια χάθηκαν τελείως κι ο δρόμος στένεψε απότομα, σε λίγο πάει και η άσφαλτος. Άντε να δούμε πώς θα γυρίσεις πίσω, κι αν πάθεις κανα λάστιχο με το αυτοκίνητο πόλης ποιος θα σε περιμαζέψει εδώ στις ερημιές. Ο χωματόδρομος έκανε μερικές ακόμη από τις (αγαπημένες σε όλους τους χωματόδρομους απανταχού της οικουμένης) φιδίσιες πιρουέτες και… μια ματιά στο χαρτί, δεν έχει άλλο βελάκι. Ένας μεγάλος μαντρότοιχος – αδιέξοδος ο δρόμος. Και πάλι φτου. Και σουρουπώνει κιόλας. Και… νάτη.
«Κι έπειτα θ’ ανοίξεις τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και θα μπεις στον κήπο».
Και μεγάλη τη λες, πάνω από δυο μέτρα ύψος, και σιδερένια, άρα βαριά. Χρώμα πράσινο, υπολείμματα δηλαδή ανάμεσα στις σκουριές, άσκημη πόρτα, κανένα σχέδιο, ένας όγκος πράσινος. Ένας σκουριασμένος σύρτης κάπου στη μέση. Δεν έχει λουκέτο.
«Να μπει κανείς ή να μη μπει;» Ιδού η απορία. Κι αν τον περάσουν για κλέφτη και του ορμήσει κανείς με το αεροβόλο; Σαν σκυλί στ’ αμπέλι θα πάει. Και θα πούνε, μα τι δουλειά είχε να πάει εκεί μέσα. Μα, από την άλλη, τόσο δρόμο έκανε ως εδώ… Χτυπάει την πόρτα. «Είναι κανείς εδώ»; Καμία απάντηση. Ξαναχτυπάει. Ξαναφωνάζει. Ξανά σιωπή… Να μπει. Πιάνει το σκουριασμένο σύρτη, δεν κουνιέται με την πρώτη, με την τρίτη πάει, άνοιξε κι αυτός… η πόρτα σχεδόν κολλημένη…τη σπρώχνει με δύναμη προς τα μέσα. Δεν ανοίγει. Ξανασπρώχνει. Δεύτερη, τρίτη φορά, ανακαλύπτει ότι τελικά ανοίγει προς τα έξω. Έχει ιδρώσει, έχει τσαντιστεί με την παιδιάστικη αφέλειά του. Τι θες εσύ τώρα, γέρος άνθρωπος, να ψάχνεις στις ερημιές;
Και μπαίνει μέσα. Μεγάλο χωράφι. Καλλιεργημένο. Δε φαίνονται πουθενά χορτάρια κι αγριάδες. Αλλά πού είναι ο κήπος; Βλέπει μονάχα σ’ όλη την έκταση του χωραφιού φυτά χαμηλά.. καταπράσινα, με φύλλα ολόφρεσκα, σαν κάποιος να τα ποτίζει με επιμέλεια και πρόγραμμα. Αλλα, πού είναι ο κήπος; Πού είναι τα λουλούδια… Πηγαίνει κοντά στα φυτά. Παρατηρεί το φύλλωμα και το μίσχο. Είναι λεπτά, σχεδόν αραχνοΰφαντα, μοιάζουν σαν να είναι κεντημένα, μα, τι παράξενο, εκεί, στην κορυφή του μίσχου, δεν φαινόταν κανένα λουλούδι. Σαν κάποιος να είχε κόψει το άνθος, αλλά να μην είχε κόψει το μίσχο… Σαν κάποιος να είχε σβήσει με γόμα το λουλούδι… «Μα τι κήπος είναι αυτός χωρίς λουλούδια; Μποστάνι μου φαίνεται… Και τι σόι φυτά είναι αυτά που δεν ανθίζουνε ποτέ;»
«Μα θα περιμένεις να νυχτώσει πριν βγάλεις οποιοδήποτε συμπέρασμα». Έτσι έγραφε το χαρτί.
Δε θα περίμενε και πολύ. Μέχρι να φτάσει εκεί, να πάρει την απόφαση να μπει μέσα, να περιεργαστεί τα φυτά του κήπου, το σκοτάδι είχε αρχίσει σιγά σιγά να πέφτει… «Τώρα, εδώ που έφτασες, δεν έχεις και πού να πας… άραξε. Σκεφτόταν αν είχε κλειδώσει το αμάξι, αν είχε ανεβάσει όλα τα τζάμια, αγριευόταν λίγο, μέσα στην ερημιά ποιος ξέρει τι και ποιον θα τύχαινε να συναντήσει. Και ήλπιζε ο ιδιοκτήτης του κήπου, αν υπήρχε, να μην έκανε την εμφάνισή του από τα μέρη εκείνα». Κάθισε σταυροπόδι και περίμενε να δει τι θα γίνει μόλις πέσει το σκοτάδι.
Λάθος. Το ένιωσε μαζί με αυτό που τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. Πετάχτηκε, έκανε να σηκωθεί απότομα, μα δεν είναι πια και παιδάκι, μπερδεύτηκε με τα πόδια του και σωριάστηκε κάτω. Ένιωσε το κεφάλι του να χτυπάει στο έδαφος, μετά σκοτάδι.
«Μα θα περιμένεις να νυχτώσει πριν βγάλεις οποιοδήποτε συμπέρασμα».
Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα για να συνέλθει. Άνοιξε τα μάτια του. Σκοτάδι παντού πια. Δηλαδή, όχι παντού. Έκανε να ανασηκωθεί, πώς είχε γίνει έτσι, σωρός, μα μόλις σήκωσε το βλέμμα, είδε ίσως το πιο παράξενο θέαμα του κόσμου.
Σ’ ολόκληρο το χωράφι φαίνονταν σκόρπια εκατοντάδες φωτάκια που τρεμόσβηναν. Σάστισε. Έλα Χριστέ και Παναγία. Το χτύπημα στο κεφάλι θα φταίει, τι την ήθελες την περιπέτεια, βρε γερομπισμπίκη, αντί ν’ αράξεις κάπου να πιεις ένα καφεδάκι… Πλησίασε τα φυτά, εκείνες τις αραχνοειδείς πρασινάδες που είχε μάλλον περιφρονήσει στην αρχή… και τι να δει! Πάνω σε κάθε πρασινάδα βρισκόταν, εκεί που με το φως της μέρας δεν μπορούσε να διακρίνει το άνθος, ένα αστεράκι, τυλιγμένο με μίσχους και φυλλωσιές, σαν να ‘ταν δεμένο. Όλο το χωράφι ήταν έτσι. Τελικά δεν ήταν χωράφι. Ήταν ένας κήπος με αστέρια. Πεσμένος στα γόνατα γυρνούσε σαν τον τρελό ανάμεσα στα φυτά κι έβλεπε σε καθένα το αστέρι του, μπερδεμένο στα πράσινα δεσμά του, ώσπου μια φωνή ψιθυριστή σταμάτησε αιφνιδιαστικά την περιπλάνησή του.
«Εσύ… Πιστεύεις ότι μπορώ κι εγώ να γίνω αληθινό αστέρι εκεί ψηλά;»
Γύρισε το κεφάλι… Έψαξε να δει από πού προερχόταν η φωνή. Ήταν ένα αστεράκι στο φυτό ακριβώς από πίσω του. Κοίταξε ψηλά, τα αστέρια στο στερέωμα. Κοίταξε και το δεμένο αστεράκι. Γρήγορο, σίγουρο συμπέρασμα. Έτσι είχε μάθει. Δεν το πολυσκέφτηκε πως απέχει κομματάκι από τη λογική πορεία των πραγμάτων να συνομιλείς με ένα αστέρι που βρέθηκε στη θέση ενός λουλουδιού σ’ έναν μακρινό παράξενο κήπο.
«Μπορείς».
Μόλις ακούστηκε το μπορείς τα φύλλα και οι μίσχοι που τύλιγαν το αστεράκι ξαφνικά λύθηκαν – κι εκείνο άρχισε να ανυψώνεται… σαν χαμένος το κοιτούσε γονατισμένος, ώσπου χάθηκε από τα μάτια του…
«Κοίταξε κι εμένα… πιστεύεις ότι μπορώ κι εγώ να γίνω αληθινό αστέρι;» ακούστηκε δεύτερη φωνή. Έψαξε πάλι να τη βρει. Με το που είπε πάλι το «Μπορείς», για άλλη μια φορά τα δεσμά του δεύτερου αστεριού λύθηκαν, κι εκείνο άρχισε να ανεβαίνει ψηλά, αφήνοντας πίσω του μια λεπτή, σαν κλωστή, φωτεινή γραμμούλα.
Δεν ξέρει πόσες φορές άκουσε την ερώτηση. Ούτε πόσες φορές είπε τη λέξη «Μπορείς». Ούτε πόσες φορές είδε τα φύλλα και τους μίσχους να ξετυλίγονται απ’ τις ακτίνες των μικρών αστεριών, κι εκείνα να ανεβαίνουνε προς το άπειρο αφήνοντας πίσω τους μια λεπτή κλωστίτσα από φως… Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, και τόσο μαγικά, που ούτε που νοιαζόταν για το παντελόνι του που είχε ελαφρώς σκιστεί τόση ώρα που έψαχνε στα γόνατα να βρει από πού έρχονταν οι φωνές. Μια δυο φορές δοκίμασε να πει «μπορείς» χωρίς να κοιτάξει το αστέρι, κι αυτό ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του…
Ιδρωμένος κι αποκαμωμένος κάθισε σταυροπόδι στη μέση του χωραφιού και παρακολουθούσε την πορεία των μικρών αστεριών προς τον ουρανό. Οι κλωστίτσες φωτός που άφηναν έδειχναν πως το καθένα ακολουθούσε διαφορετικό δρόμο, τραβούσε προς διαφορετική γωνιά του στερεώματος, κι έτσι η νύχτα είχε γεμίσει από εκατοντάδες κλωστές που ενώνονταν με κάθε τρόπο μεταξύ τους, κι έφτιαχναν έναν τεράστιο φωτεινό ιστό πάνω από τον κήπο των αστεριών.
Κοιτάζει κάτω… μέσα στον κήπο. Σκοτάδι παντού. Πάει. Φύγανε όλα. Να φεύγει κι αυτός. Κάνει να σηκωθεί, έχει πιαστεί. Γεράματα. Ώπα. Ένα φωτάκι εκεί κάτω στη γωνία. Ξανά στα γόνατα. Πάει κοντά. Είναι ένα ακόμα… τυλιγμένο με τόσους μίσχους και φύλλα που δεν μπορεί εύκολα να το δει κανείς. Γερμένο προς τα κάτω. Για άλλη μια φορά σκέφτεται ότι είναι σίγουρα τρελός ένας άνθρωπος που μιλάει με αστέρια μου φυτρώνουν στα χωράφια.
«Να σου πω… Εσύ, δε θα με ρωτήσεις τίποτα;»
«Τι να ρωτήσω;». Ίσα που έβγαινε φωνή του.
«Αν μπορείς κι εσύ να γίνεις αστέρι εκεί ψηλά».
«Εγώ δεν είμαι αστέρι. Πού ψηλά;»
«Και τι είσαι εσύ;»
«Εγώ είμαι σκατά».
«Εγώ βλέπω ότι κι εσύ είσαι αστέρι».
«Δεν σε πιστεύω».
«Κι εσύ μπορείς να πας εκεί ψηλά, όπως οι άλλοι. Κι ίσως ακόμα πιο ψηλά».
Τίποτα δεν κουνήθηκε αυτή τη φορά. Το αστεράκι παρέμεινε τυλιγμένο με τα δεσμά του. Κι εκείνος παραξενεύτηκε. Για μια στιγμή προσβλήθηκε. Ένιωσε πως έχασε τη δύναμή του. Μετά λυπήθηκε το αστεράκι που έμοιαζε καταδικασμένο να μείνει εκεί, πεδικλωμένο στις χαζοπρασινάδες. Και μετά… έβαλε λίγο το μυαλό του να δουλέψει.
«Άκου να σου πω… Έχεις δει ποτέ τον εαυτό σου;»
«Τι να δω; Αφού είμαι σκατά».
Μεμιάς εκείνος βγάζει το κινητό από την τσέπη και βγάζει μια φωτογραφία στο αστεράκι. Πάει το κινητό κοντά του. «Βλέπεις τώρα ποιος είσαι ρε;»
«Δεν βλέπω τίποτα».
«Αφού έχεις τη μούρη σου κάτω στο χώμα, πώς θες να δεις; Τι θες να δεις; Χώμα θα βλέπεις. Και γι’ αυτό θα νομίζεις πως κι εσύ είσαι χώμα. Σήκωσε τα μάτια σου απ’ το χώμα τώρα…» (Μα έχουνε μάτια τα αστέρια σκέφτηκε για λίγο, όπως κι εσείς φαντάζομαι).
«Ωραία, το βλέπεις αυτό ρε; Αυτό είσαι εσύ… Είσαι σκατά εσύ; Είσαι χώμα εσύ;»
«Όχι», είπε το αστεράκι. «Και τι είμαι;»
«Δε βλέπεις τη μούρη σου; Είσαι αυτός που είσαι. Κανένας άλλος δεν είναι ίδιος με σένα. Είδα τόσα αστέρια εδώ μέσα, κανένα δεν μοιάζει με κανένα άλλο».
«Το λες γιατί με λυπάσαι. Με λυπάσαι γιατί όλοι έφυγαν κι εγώ θα μείνω εδώ. Γιατί είμαι δεμένος εδώ. Και δε λύθηκα, ακόμη κι όταν εσύ είπες ότι μπορώ. Γιατί ό,τι κι αν κάνω δε θα φτάνει για να λυθώ. Δε θα φτάνει για να πετάξω. Κι ακόμη κι αν πετάξω, δε θα φτάσω ποτέ εκεί που θέλω να φτάσω».
«Και πού θέλεις να φτάσεις;»
«Δεν ξέρω. Δεν είδα ποτέ με τα μάτια μου τον προορισμό. Μέχρι τώρα κοιτούσα μονάχα το χώμα. Μόνο τον έχω ονειρευτεί… Μα δεν θα μπορέσω…»
Κάθισε για λίγο γονατιστός κι άκουγε το αστεράκι να περιγράφει το όνειρό του. Στην αρχή το είχε λυπηθεί. Μετά το είχε συμπονέσει, θυμήθηκε κι εκείνος τις δικές του ανησυχίες, τις ανθρώπινες. Μα τώρα πια δεν υπήρχε ούτε λύπη, ούτε συμπόνοια, ούτε ανάμνηση οικείων κακών. Έσκυψε προς το αστεράκι κι άρχισε με τα χέρια του να κόβει τα φύλλα και τους μίσχους που το κράταγαν δεμένο. Δύσκολη δουλειά. Όπως ήταν καλοποτισμένος ο κήπος, όλα ήταν χλωρά και ξεγλιστρούσαν από τα χέρια του. Πέρασε ώρα πολλή, και η προσπάθεια πέτυχε. Ήταν ελεύθερο το αστεράκι πια, απ’ ό,τι το κρατούσε δεμένο στη γη.
«Και τώρα;» ρώτησε εκείνο. Τι θα κάνω τώρα;
«Είδες τη μούρη σου… Τώρα να δεις τι μπορείς να γίνεις. Τώρα κοίτα ψηλά».
Πήρε το αστεράκι στα χέρια του και το σήκωσε ψηλά. Στην αρχή ήταν κρύο, παγωμένο, μα ένιωθε σιγά σιγά πως ζεσταινόταν, σαν να τραβούσε τη ζεστασιά από τα κουρασμένα χέρια του. Και τώρα ήξερε πως τελικά αυτό που ένιωθε πια δεν ήταν τίποτα απ’ όσα είχε φανταστεί, δεν ήταν τίποτα άλλο από αγάπη. Τα χέρια του ήταν τεντωμένα προς τα πάνω. «Κοίτα ψηλά» είπε στο αστεράκι. Για να σιγουρευτεί, έβαλε και μια αγριοφωνάρα. «Κοίτα ψηλά, ρε, που σου λέω! Κοίτα ψηλά!»
Κοίταξε κι εκείνο. Κοίταξε όλον τον ουράνιο θόλο, κι έπειτα η ματιά του έπεσε σε μια γωνιά του.
«Εκεί. Εκεί είναι. Εκεί είναι αυτό που ονειρεύτηκα. Εκεί… Είναι ακριβώς αυτό».
«Πήγαινε εκεί λοιπόν… Μπορείς!»
Τα χέρια του είχαν σχεδόν πάρει φωτιά, και το έβλεπε το αστεράκι του, λες και είχε μεγαλώσει – λες κι είχε τεντώσει όλες τις ακτίνες τους κι εκείνες έφεγγαν με όλη τους τη δύναμη. Είχε γίνει τόσο λαμπερό, ίσως το πιο λαμπερό απ’ όσα είχε δει μέσα σ’ εκείνον τον κήπο.
Αυτή τη φορά η μαγική λέξη έπιασε τόπο. Σαν μικρός κομήτης τινάχτηκε ψηλά το αστεράκι που είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα… σαν όλα τ’ άλλα, άφησε πίσω του μια μικρή κλωστή και έφευγε, έφευγε συνέχεια προς τα πάνω. Σιωπή. Πολλή ώρα σιωπή. Το κοιτάει το αστεράκι, προσπαθεί να μη το χάσει από το βλέμμα του, μα μοιάζει αδύνατο, ο ουρανός είναι καθαρός, υπάρχουν μυριάδες αστέρια εκεί πάνω. Το παλεύει, το παλεύει, είναι ψηλά, πολύ ψηλά, όχι γαμώτο, δεν το βλέπει πια… Χτυπάει και το κινητό.
«Έλα,πατέρα… Ελεύθερος να γυρίσεις. Έφυγε η κοπελιά. Ήρθε κι η μαμά, κανα δυο ώρες. Ανησυχούμε».
«Μη φοβάσαι. Μια βόλτα έκανα. Μπορεί ν’ αργήσω λίγο ακόμα».
«Καλά πατέρα, πάω να την πέσω…»
«Όλα καλά;»
«Θα σου πω αύριο. Καληνύχτα.»
«Καληνύχτα αστέρι μου.»
«Έχεις πιει, πατέρα, έτσι; Μην οδηγήσεις, πες μου να έρθω να σε μαζέψω..»
Κλείνει το κινητό.
Πού να πάει τώρα… Κοιτάει ψηλά… Χιλιάδες εκεί πάνω τ’ αστέρια. Ο κήπος πάλι σκοτεινός. Ως αύριο το βράδυ. Τι να κάνει εδώ πια… Πάει να βρει σιγά σιγά το αμάξι. Κάνει να βρει το φακό του κινητού. Δε θα χρειαστεί. Ένα φωτάκι από πολύ μακριά φέγγει πάνω από το κεφάλι του. Ένα βήμα μπροστά, του φέγγει για να περπατάει, καλύτερα κι απ’ το φεγγαράκι του παιδικού τραγουδιού. Ω, ναι. Είναι το αστεράκι, εκείνο που είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα… Μα τώρα δεν κοιτάει το χώμα πια… Τώρα το φωτίζει…
«Δεν θα είναι δικός σου αυτός ο κήπος, δικιά σου θα είναι μόνο η χαρά απ’ τους καρπούς του»…