Όρθιος εμπρός στον καθρέφτη. Ποτέ του δεν κατάφερε να δέσει την γραβάτα του, πάντα τον βοηθούσε εκείνη. Τώρα που δεν υπάρχει εκείνη, παιδεύεται. Ο φουκαράς, πέρασε τα εβδομήντα και μου θέλει πάλι παντρολογήματα. Άς είναι καλά όμως. Εκείνη αρρώστησε, πέθανε μα την είχε πεθάνει πρώτα αυτός με την συμπεριφορά του.
Την καινούργια, τώρα θα την έχει «καινούργιο κοσκινάκι μου». Ας τον μάθει όμως, να δει τον παλιοχαρακτήρα του. Θα την αποκαταστήσει αφού του έκανε τόσο καιρό τις δουλειές του σπιτιού, τη νοσοκόμα, αλλά παράλληλα και ότι άλλο χρειάζεται ένας μοναχικός λύκος σαν και του λόγου του.
Βολεύεται τόσο καιρό μαζί της ο κατεργάρης. Άντρες, το έχουν στο αίμα τους.
Η μουσική δυναμώνει, αυτός ακόμη προσπαθεί με την γραβάτα. Επιτέλους την έδεσε. Χτενίζεται και σε λίγο θα εμφανιστεί στο συγγενολόι που θα χαμογελά στα μουλωχτά κοροϊδεύοντας τον. Όμως είναι προτιμότερο να αποδεχτούν αυτή του την επιλογή.
Αυτός θα αισθάνεται κυρίαρχος όλων, αλλά κατά βάθος η καρδιά του θα χτυπά με χτύπους ακανόνιστους.
Η βροχή ακούγεται στα πλακάκια της αυλής.
Ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται χαμογελαστός. Ήδη έχει περάσει ένα μισάωρο, αλλά η νύφη δεν υπάρχει πουθενά.
Το απέναντι σπίτι είναι δικό της. Το πηγαινέλα όλων όμως μαρτυρά πως κάτι δεν πάει καλά. Κάτι υπάρχει σαν σύννεφο μαύρο.
Έφυγε. Δεν τον θέλει. Μόνο για να περνά τον καιρό της και για το επιπλέον χαρτζιλίκι ήταν. Ε! όχι και να τον φορτωθεί μόνιμα!
Ο Γάμος
