Μη φύγεις… μείνε λίγο ακόμη να σου πω πόσο σε αγάπησα. Δεν το τόλμησα ποτέ μου… ο αντρικός μου εγωισμός έπνιξε τους χτύπους της καρδιάς μου κι έπαψα να ζω. Μη φύγεις γιατί σαν μου χαμογελάς ο ουρανός μου ανοίγει και τα λόγια σου γίνονται πουλιά ταξιδιάρικα που με παίρνουν μακριά στη χώρα τη δική σου, στη χώρα του Απόλυτου Έρωτα…
Μείνε λίγο ακόμα κοντά μου, άσε με να σ’ αγκαλιάσω. Να δεις πόσο μπορώ να σε προσέχω και να σε φροντίσω… να βγουν από μέσα μου όλα τα χάδια που σου στέρησα, όλα τα αγγίγματα που δείλιασα να σου προσφέρω ο χαζός. Με κρατούσε αυτό που μου έμαθαν «οι άντρες είναι σκληροί, δε λυγίζουν, δε λένε σ’ αγαπώ, δεν κλαίνε, δεν παρακαλάνε…».
Να άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο, κάθε φορά που ήθελα τα χείλη σου να τα γευόμουν, κάθε φορά που ήθελα τη μυρωδιά σου να χανόμουν στα κύματα του κορμιού σου, κάθε φορά που ήθελα φως να το ζητούσα στα μάτια σου. Άσε με να σου δείξω ποιος είμαι στ’ αλήθεια…
Μια γουλιά ακόμα κόκκινο κρασί από το ποτήρι μου… να σε μεθύσω να μείνεις για πάντα μαζί μου. Δεν ήσουν μόνη σου σ’ αυτό το ταξίδι, ήμουν πάντα δίπλα σου. Δεν το ένιωσες; Κι αν ακόμα σε κούρασα, άντεξε για λίγο ακόμη, θα γίνω αυτός που θες, ο αέρας στην ανάσα σου, το λιμάνι στις φουρτούνες σου, η παρηγοριά στα δάκρυα σου, η άκρη στο χαμόγελό σου, το δάκρυ που κυλάει στα μάτια σου, η σταγόνα της ηδονής σου, τα φτερά σου όταν πετάς… Δε στα είπα ποτέ μα στη σιωπή μου στα φώναζα…
Μείνε λίγο ακόμα να δεις πώς χάνομαι στη σκέψη σου, πώς θα κάνω τις νύχτες σου ατελείωτες φωτεινές μέρες… Μονάχα μην πεις αντίο…
Πλησίασες την πόρτα, δε γύρισες να με κοιτάξεις κι εγώ έμεινα κολλημένος κι ανήμπορος να πω μια κουβέντα… η ανάσα μου κομμένη, τα μάτια μου βουρκωμένα, η φωνή μου χαμένη… δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη… είχα αρχίσει να βουλιάζω στη μοναξιά και τη λήθη. Γύρνα μια στιγμή να με δεις με το κόκκινο της καρδιάς στα χείλη μου…
«Φεύγω…είναι καλύτερα και για τους δυο μας» είπες αποφασισμένη…
«Αντίο»…
Κι ήταν αυτή η αρχή μιας ζωής που δεν θέλω να ζήσω… χωρίς εσένα…