Καλοκαίρι, θάλασσα, εξοχή, ανεμελιά, διακοπές. Όμορφη που είναι η θάλασσα σε κάθε εποχή της. Το κύμα, η μουσική της το σκάσιμο του κύματος στην ακροθαλασσιά το άδειασμα του θυμού της. Όμορφο το τραγούδι της σε ταξιδεύει, σκάνε και σε μένα οι αναμνήσεις μου όπως το κύμα της… Αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία. Τότε που τα χρόνια μετρούσαν αλλιώς και ότι ζούσα δεν το ονόμαζα στιγμές. Γιατί απλά πίστευα ότι πάντα έτσι θα ‘ναι.
Θυμάμαι πρόσωπα πολυαγαπημένα που δεν είναι στη ζωή μου πια. Εκεί στο χωριό η ζωή απλωνόταν σαν την θάλασσα, και ξεχύνονταν σαν τη χρυσή αμμουδιά στα πόδια μας. Μπροστά μας όλα τα καλούδια και εμείς αχόρταγα με μίας θέλαμε να τα φάμε όλα.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να φουρνίζει στο χωριάτικο φούρνο,το υπέροχο ψωμί της. Από το ζυμάρι μας έφτιαχνε μικρά ατομικά ψωμάκια,πως τα περίμενα να πάρω αυτά που μου αναλογούσαν να τα φάω λαίμαργα. Αχνιστά, σχεδόν καιγόταν η γλώσσα μου αλλά είχε άλλη γεύση όπως και η ζωή… τότε.
Όταν βράδιαζε μαζευόμασταν γύρω της να μας πει της ιστορίες της από τα χρόνια της νιότης της. Να μοιραστεί τις αναμνήσεις που είχε καταγράψει στο ημερολόγιο της ζωής της. Έλεγε τις ιστορίες της λες και προσπαθούσε να μη ξεχάσει ότι πέρασε ότι έζησε ότι έχασε. Δύσκολα χρόνια σκληρά,πόλεμος, φτώχεια, θάνατος. Στα αυτιά μας ακουγόταν σαν παραμύθια που τα είχαν όλα μέσα πρίγκιπες, βασιλιάδες, δράκους, νεράιδες.
Αυτή ήταν η κ. Μάχη μια ψηλή γυναίκα αρχοντική αδύνατη. Οι ρυτίδες είχαν αρχίσει να χαράζουν το πρόσωπο της σαν δάκρυα για ότι είχε περάσει. Κι άλλες αχνές σαν χάδι περνούσαν από τα μάγουλά της αποτυπώνοντας τις χαρές της. Τα μαύρα μάτια της έλαμπαν και φώναζαν ζωή, δύναμη, αγάπη. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της πιασμένα πάντα κότσο, λίγο πιο πάνω από το σβέρκο επιβλητική παρουσία.
Δυνατή γυναίκα και ευαίσθητη συνάμα προοδευτικό μυαλό για την εποχή της. Το πιο σημαντικό όμως από όλα ήταν δύο αυτιά, έτοιμα να ακούσουν τα πάντα. Χωρίς προκατάληψη έτοιμη να σε συμβουλέψει με αγάπη και κατανόηση.
Έτσι κύλησαν τα παιδικά μου χρόνια με παιχνίδι αρώματα και γεύσεις. Σε όλες της εικόνες μου από εκείνα τα χρόνια η εικόνα της πρωταγωνιστής της αρχικής μου σελίδας. Εκείνη και ο Παππούς μου, ο Δήμος της. Αυτό που μου έχει μείνει, είναι ότι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα ήταν ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ. Μέχρι πριν λίγα χρόνια αναρωτιόμουν πως το πέτυχαν αυτό;
Τώρα έχω την απάντηση αγάπησαν τις αδυναμίες τους, ο ένας του άλλου κούμπωσαν ακριβώς πάνω σε αυτό. Κι ο Έρωτας έγινε Αγάπη και το ένα παρέσυρε το άλλο, και έτσι κρατήθηκαν και τα δύο ζωντανά μέχρι Τέλους.
Μετά ήρθε η εφηβεία η πρώτη επανάσταση ελευθερίας. Τα πρώτα νυχτοπερπατήματα… στη παραλία μέχρι τα χαράματα. Οι πρώτοι έρωτες, οι πρώτες δυνατές φιλίες, εκείνη και πάλι εκεί, να συμβουλεύει προσπαθώντας να μας προστατέψει από τι; Από τον πόνο της απογοήτευσης που σκορπίζουν οι άνθρωποι. Εκείνη ήξερε εμείς όπως είναι φυσικό όχι.
Τη μάχη αυτή κ. Μάχη δεν την κέρδισες αν και στη ζωή σου πολλές μάχες κέρδισες αυτή όχι. Πονέσαμε, απογοητευτήκαμε, νικηθήκαμε κατά κράτος γιαγιά μου. Αλλά ένα δεν πάθαμε δεν χάσαμε τον εαυτό μας και δεν λερώσαμε τη ψυχή μας. Ένα μέρος από αυτό το οφείλουμε σε σένα!!
Διακριτική πάντα χωρίς να χειραγωγεί το μυαλό μας και να μας στερεί την ελευθερία της επιλογής μόνο τροφή για σκέψη μας έδινε!!
Τα χρόνια πέρασαν όπως και η εφηβεία έτσι φτάσαμε στην ενηλικίωση. Μεγάλωσες και εσύ το χωριό τελείωσε, οι αναμνήσεις όμως δεν τελειώνουν. Κιτρινίζουν σαν τα παλιά γράμματα, όταν τις βρίσκεις σε εκείνο το παλιό μπαούλο, της ψυχής σου παίρνουν και πάλι το χρώμα του ζωντανού. Ακούς πάλι τα γέλια νιώθεις τη χαρά της νιότης σου, ακούς τις αγαπημένες φωνές των ανθρώπων που σε μεγάλωσαν… Τα χρόνια και τα καλοκαίρια εκείνα δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Την ανεμελιά τη γεύση της ζωής, που πάντα την ένιωθες με αρώματα κανέλας και γαρυφάλλου. Κι γλυκιά σαν γλυκό κουταλιού Τριαντάφυλλο.
Η θάλασσα παίζει τη μουσική της,το κύμα σκάει ήρεμο στην ακροθαλασσιά ξεθύμανε ο θυμός της… το ίδιο και οι αναμνήσεις μου. Ο ήλιος πάει να κάνει τη βουτιά του το ίδιο και εγώ.