«Μην γίνεις ό,τι σε γονάτισε»
Γράφει η Μίνα Δαμίγου
Θα σου πω μια ιστορία…
Όχι πρωτότυπη, όχι πρωτόγνωρη αλλά σίγουρα διαφορετική.
Ήταν κάποτε μια ψυχή. Ατίθαση, αδάμαστη και σιωπηλή. Φωνή τα μάτια της και μάτια το ένστικτο της. Άγρια ψυχή, χωρίς γωνίες στο πρόσωπο της, κάτι που έκανε δύσκολο να την αγγίξει κανείς. Γρήγορη, με λεπτή σιλουέτα, δίχως ίσκιο κι όμως, απ’ όπου κι αν περνούσε, τα βαριά αποτυπώματά της ήταν εκείνα που έκαναν αισθητή την παρουσία της.
Πάντα χαμογελούσε όπου αντίκρυζε αγάπη. Παρόλο που συναντούσε δυσκολίες, πάντα προσπαθούσε να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια των υπόλοιπων ψυχών κι ας μην τα κατάφερνε. Αγαπημένη της στιγμή, να στέκεται και να κοιτά την Ανατολή κι έπειτα να φεύγει, γεμίζοντας οξυγόνο κάθε κύτταρο της ύπαρξης της.
Πόσο ζωντανή την έκανε να νιώθει αυτή η εικόνα ! Πόσο γαλήνια δυνατή..!
Εκεί, σε μια Ανατολή, σαν όλες τις άλλες, φεύγοντας μια μέρα, σκόνταψε σε μια πέτρα. Γονατίζοντας, βρέθηκε μπροστά σε ένα λουλούδι. Ένα απλό, μικρό λουλούδι που ήταν σφηνωμένο γερά μέσα στην ξεραμένη γη. Λευκά πέταλα το στόλιζαν, με μικρά πράσινα πεντακάθαρα φυλλαράκια να στεφανώνουν τον λεπτό κορμό του, κι ας ήταν μέσα στη σκόνη και την ακαταστασία της ίδιας του της φύσης. Παράξενη ομορφιά ! Λικνιζόταν με το απαλό αεράκι, λες και χαιρόταν που είναι ζωντανό μες στην τόση ασχήμια του κόσμου. Έμοιαζε να χορεύει μ’ ένα παλμό, θαρρείς και είχε ανθρώπινη καρδιά μέσα του.
Την έκανε να νιώθει τόσο όμορφα, την γέμιζε με τόση αρμονία !
Κοίτα να δεις…! Ένα τόσο δα πλασματάκι της γης πόσα μπορεί να κρύβει !
«Να προσέχεις μικρή μου» , άκουσε μια φωνή να της λέει. Σαστισμένη με δίχως μιλιά, το κοίταξε με εκείνο το καθηλωτικό της βλέμμα.
«Τι να προσέχω;» , ρώτησαν τα μάτια της με απορία.
– Να μην αλλάξεις…Να μείνεις όπως είσαι…Αυτό που έμαθες να είσαι…
– Μα δεν με ξέρεις…!
– Κι όμως σε ξέρω. Σε βλέπω κάθε μέρα που έρχεσαι και αντικρίζεις την Ανατολή κι όταν φεύγεις τα μάτια σου λάμπουν. Με ποτίζεις, βλέπεις, χωρίς να το ξέρεις. Έχω στις ρίζες μου τα δάκρυα σου απ’ τις χαρές κ απ’ τις λύπες σου…Βλέπεις λοιπόν; Σε ξέρω…
Έστρεψε το βλέμμα της ξανά στην Ανατολή και δάκρυσε… Με το βλέμμα καρφωμένο εκεί στον όμορφο της ήλιο άνοιξε επιτέλους τα χείλη της και αποκρίθηκε στο μικρό θαύμα της φύσης…
– Αυτό που έμαθα…ε; Έμαθα να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Έμαθα να μένω βράχος μπροστά στις αλήθειες. Έμαθα να νιώθω πριν από σένα για σένα. Έμαθα να προσπαθώ, έμαθα να περιμένω… Έμαθα να δίνω γιατί ήξερα εκ των προτέρων πως από κει που έδωσα δεν θα πάρω…Και κάπου εκεί συνάντησα ανθρώπους που γέλασαν μαζί μου. Πόσα πρόσωπα, Θεέ μου, μπορεί να κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος! Πόσα στοιχειωμένα «γιατί» που περιπλανιούνται χωρίς απάντηση στο κουφάρι του μυαλού του που άφησε ρημάδι γιατί ήταν ανίκανος να το αντιμετωπίσει! Κι εκεί όμως έμαθα… Έμαθα να φεύγω γιατί μου θύμιζε το σκοτάδι που εγώ δεν ήθελα να υπάρχω… Αναζητούσα πάντα το φως του ήλιου και από κει ανέπνεα…
– Ξέρω… Ξέρω τι λες… Οι άνθρωποι που παλεύουν με το μέσα τους είναι σαν δυο θηρία που μισιούνται, αλλά χώρια δεν ζουν. Έχω δει να γκρεμίζονται ολάκερα βουνά από «έρωτες», από «πάθη» και δήθεν «όρκους» που τα πήραν όλα παραμάζωμα τα λόγια των ανέμων. Μα θέλω να μου υποσχεθείς πως δεν θα αλλάξεις… Αλήθεια όμως, πώς μπορείς; Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω.
– Μπορώ… Γιατί μπορώ και θυμάμαι πώς είναι να είμαι παιδί. Μπορώ να αγαπώ ξανά και ξανά κι ας πληγώνομαι γιατί δεν παύω να συγχωρώ. Γιατί μπορώ ακόμα να ερωτεύομαι χωρίς να φοβάμαι να ρισκάρω.
Έμαθα να μου ανήκω δίνοντας και ξέροντας πως από κει που δίνω ίσως και να μην πάρω ποτέ, όσο περίεργο κι αν σου ακούγεται. Γιατί έμαθα να επιλέγω, εις δικήν μου γνώση, πού θα χαρίσω τα πάντα μου και έτσι γέμιζαν τα στεγανά εντός μου.
Δεν είμαι αφελής. Έχω το άβατο μου και δεν μπαίνει κανείς εκεί. Είναι καλά ασφαλισμένο γιατί το λάτρεψα, γιατί τ’ ανάθρεψα μέσα από τις πληγές μου και τις φρούδες προσδοκίες μου, γιατί το στόλισα με εμπειρίες, με αμαρτίες και κλείδωσα έξω κάθε ξένο απωθημένο που ερχόταν απρόσκλητο… Ό,τι κι αν έζησα, ό,τι κι αν συνάντησα, κατάλαβα πως μόνο αυτή μπορώ να είμαι. Κι αυτό μου το έμαθε η Ανατολή… Γιατί ξέρει πως πάντα θα την ακολουθεί μια δύση, και όμως δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί την θέση της στον ουρανό…
– Να έρχεσαι… Κάθε μέρα θα σε περιμένω…Μην αλλάξεις ποτέ..
Μην γίνεις ό,τι σε γονάτισε… Μην γίνεις πέτρα…
Σμίγουμε βασισμένοι στις ομοιότητές μας….και ωριμάζουμε με βάση τις διαφορές μας…
Η αγάπη δεν είναι συναίσθημα. Τα συναισθήματα έρχονται και φεύγουν. Αλλάζουν ανάλογα με τις συγκυρίες της στιγμής, στιγμιαίες σκιές φόβου, χαράς, ελπίδας, θυμού και λύπης. Η αγάπη είναι απόφαση. Στέρεη, ακλόνητη, αμετακίνητη απόφαση. Ανεπηρέαστη από εξωτερικούς παράγοντες. Η αγάπη αντέχει, στον χρόνο, στην απόσταση και στις δυσκολίες. Μια απόλυτα συνειδητοποιημένη απόφαση που δεν αλλάζει ούτε μπροστά στον θάνατο.
Όταν ξέρεις τι είσαι… ξέρεις ότι δεν είσαι ποτέ…το “εσύ” που λένε οι άλλοι απευθυνόμενοι σε σένα…
.Καλή Χρονιά σε Όλους μας!!!
Καλή Χρονιά, με υγεία και μπόλικη αγάπη !!