«Ξύπνησα ξάφνου το πρωί και άκουσα την ψυχή μου να μαρτυρά πως έφτασε για εκεί που το ’χε βάλει…!»

«Ξύπνησα ξάφνου το πρωί και άκουσα την ψυχή μου να μαρτυρά πως έφτασε  για εκεί που το ’χε βάλει…!»

Η ψυχή νυσταγμένα αλυχτά.

Δεν έχει άλλο καημό να βγάλει.

Μια δύναμη την κυβερνά… φτερά θαρρείς πως έβγαλε και θέλει να πετάξει!

Μα πρώτα θέλει να κουρνιάσει σε μια γωνιά… κανείς να μην την ενοχλήσει.

Μέρεψε το θεριό, κοιτά να κάνει στάση.

Να ξαποστάσει λαχταρά… ήταν μακρύς ο δρόμος.

Έφτασε στον προορισμό της και θέλει να το απολαύσει!

Μόνο το πέταγμα του αετού να βλέπει, τον ήχο της θάλασσας να ακούει, το βουνίσιο αέρα να αναπνέει.

Ήλιος, φύση, θάλασσα… Μόνη της ξανά με το Θεό!

Εκεί όπου όλα ομορφαίνουν τα μέσα της.

Εκεί όπου όλα αντέχουν το νόημά τους.

Εκεί όπου ο δρόμος είναι σμιλεμένος από απλότητα και αλήθεια!

Κανείς να μη φανεί να χαλάσει τη μαγεία του τοπίου.

Κανείς με τη ζωή του να μη χαλάσει την αληθινή ζωή!

Όλα αναμμένα γύρω μου σαν από πυρωμένα κάρβουνα φαντάζουν μέσα σε τούτη την πρωτόγνωρη ομορφιά του τόπου.

Λουσμένα στο αδιάκριτο φως του ήλιου που καίει την άμμο που πατώ κατά μήκος της ατέλειωτης παραλίας…

Δροσοσταλιές αρμύρας γεύομαι στα χείλη μου και ένας γαλάζιος ορίζοντας να απλώνεται μπροστά μου… ερωτικός ενώνεται ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό.

Και μια σαγήνη γύρω μου από τη μαγεία αυτού που νιώθω!

Με καθάρια ματιά κοιτώ όσα έγιναν και σμίλεψαν την ψυχή μου!

Να μαλακώνει η καρδιά από τον πόνο, όπως σμιλεύει η θάλασσα το βράχο με τα κύματά της!

Και ότι πόνεσε να μην υπάρχει πια… σαν αλισάχνη να φαντάζει για να θυμίζει το γεγονός σαν μέρος της ζωής μου.

Να’ ναι η ανάσα νέα και βαθιά και να ξυπνά σαν αύρα λεπτή… να’ ρχεται και να φεύγει.

Να βλέπω τα σκοτάδια μου λουσμένα μες στο φως μου και να μην τρομάζω πια.

Να αναρωτιέμαι με καμάρι γι’ αυτό που τρέχει στο μάγουλο μου… ποιο είναι πιο αλμυρό;

Της θάλασσας η αλμύρα ή το δάκρυ της χαράς μου;

Γυμνή μπροστά σου γονατίζω… ανάλαφρη, δες με πόσο!

Ξύπνησα ξάφνου το πρωί και άκουσα την ψυχή μου να μαρτυρά πως έφτασε για εκεί που το ’χε βάλει…!

«Αφού έφτασα ως εδώ, θα πάω παραπέρα!

Μια στάση θα κάνω να γευτώ αυτή την τόση γλύκα!

Κι αν με ρωτήσεις τώρα πια αν θα άλλαζα κάτι από ότι έγινε… ένα χαμόγελο για απάντηση θα πάρεις και μια ανακούφιση για ανάσα!

Όλα μα όλα έγιναν και με έφεραν κοντά σου!

Τι με ρωτάς ήλιε μου, αφού εσύ το ξέρεις… πως για να φτάσεις εδώ δα… πρώτα θα γονατίσεις.

Κι ύστερα θα συνεχίσεις… τώρα στα χέρια μου την κρατώ τη ζωή μου κι εκείνη με οδηγεί!

Λούσε με ήλιε μου με φως και φέρε τις απαντήσεις.

Το ’μαθα πια πως γυρισμό δεν έχει σα φύγεις απ’ το ίδιο.

Ολο πιο πέρα προχωράς και απλώνεις τη ματιά σου…

Να! η ζωή με χαιρετά, απλώνεται μπροστά μου!»

Και το θεριό αφού ξημέρωσε και γέμισε γαλήνη, έτσι πορεύεται μπροστά με όλη την ευθύνη!

 

0 0 votes
Article Rating
Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments