Κάποιοι ίσως έχουν στο μυαλό τους ότι ένας συγγραφέας είναι ένας γοητευτικός τύπος με μούσι και ξεφτισμένο τζιν, που ζει σε παραλιακό σπίτι και περνά τη μισή του μέρα βολτάροντας ξυπόλητος στην άμμο, παρέα με ένα ολόχαρο λαμπραντόρ. Ίσως και ότι μία συγγραφέας είναι μία ρομαντική κι ελκυστική φιγούρα, με μαλλιά ατημέλητα πιασμένα, ρούχα ριχτά και δάκτυλα μονίμως τυλιγμένα γύρω από κούπες με ζεστά ροφήματα.
Ενδεχομένως, για κάποιους οι συγγραφείς είναι χαρακτήρες σκοτεινοί, σα βγαλμένοι από πράξη βεριστικής όπερας, που με τη σκιά της αυτοκαταστροφής στο βλέμμα, υπηρετούν μαρτυρικά κάθε δεσποτική λογοτεχνική τους έμπνευση για γράψιμο. Για κάποιους άλλους πάλι, οι συγγραφείς μπορεί να είναι «κάτι αργόσχολοι ρεμπεσκέδες που καλά θα κάνουν να βρουν μία “κανονική” δουλειά».
Στο δικό μου μυαλό, συγγραφέας μπορεί και να είσαι όταν, ξυπόλητος, αδιαφορώντας για τα ψίχουλα που είναι κολλημένα στις πατούσες σου από το – μέρες τώρα – ασκούπιστο πάτωμα, φορώντας ακόμα τα χθεσινά ρούχα, καμπουριάζεις, κόντρα στην αϋπνία και την ελαστικότητα των ραχιαίων σου μυώνων, πάνω από ένα παλιό, ξεδοντιάρικο, λάπτοπ, που έχει χάσει δυο πλήκτρα και την υπομονή του μαζί σου και γράφεις, μη μπορώντας να σταματήσεις, αφήνοντας το τοστ που ψήνεται να καεί.
Είμαι πεπεισμένη ότι συγγραφέας είσαι χωρίς να το επιλέξεις συνειδητά. Γιατί έχεις γεννηθεί καταδικασμένος να κουβαλάς ένα πεισματάρικο ξωτικό, στρογγυλοκαθισμένο στον ώμο σου, που κάνει τις λέξεις, λαμπερές και πολύχρωμες, να στριφογυρίζουν προκλητικά μπροστά στα μάτια σου, όπως τα κρεμαστά παιχνιδάκια πάνω από τις κούνιες των μωρών κι εσύ δε μπορείς παρά να τις αρπάζεις με ξέφρενη χαρά και να τις ανακατεύεις εκστατικά.
Κάτω από ξόρκια παρόμοια βρισκόμαστε όλοι όσοι αγαπάμε κάτι πολύ. Καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, επιστήμονες, εραστές, όλους κάποια αγάπη ισχυρή κάπου μας κατευθύνει, πολλές φορές μέσα από δρόμους δύσβατους, που καραδοκεί μια στρατιά από κάτι γίγαντες πονηρούς, γνωστούς στην πιάτσα ως «φόβος», «τεμπελιά», «αναβλητικότητα», «δεν είσαι αρκετά…(οτιδήποτε)» και άλλους.
Έτσι κάπως γράφω κι εγώ. Κάποιες φορές φοβάμαι, άλλες τεμπελιάζω, μερικές αναβάλλω και κάπου μπορεί να μην είμαι αρκετά…(οτιδήποτε). Όμως κάτι μέσα μου λέει ότι δεν πειράζει. Ότι μπορώ κάθε φορά που κουτουλάω στην κοιλιά αυτών των γιγάντων να αναπηδάω με έναν αστείο ήχο «μποϊνγκ!» και να συνεχίζω.
Έχω στον ώμο μου ένα ξωτικό, στο τραπεζάκι μου έναν γερο-υπολογιστάκο και στην καρδιά μου μια ευχή. Να ξεκινάμε. Να ζούμε. Με χαρά και τόλμη πολλή. Με όχι οποιασδήποτε «σοδιάς» τόλμη, αλλά τη «φυλαγμένη» μας, την «καλή», την ακατέργαστη και καθαρή, αυτή που έχουν τα παιδιά όταν σου ξεγλιστρούν από το χέρι και τρέχουν να παίξουν!
Καλή χρονιά! Καλώς σας βρήκα.
Πολύ όμορφο!!! Καλή αρχή γιατί έχουμε όλοι ανάγκη τις ηλιαχτίδες των λέξεων των ταλαντούχων ανθρώπων!!!<3