Την ημέρα που η Αργυρώ υπέγραψε το συμβόλαιο αγοράς που θα την καθιστούσε και νομικά πλέον, εκτός από διαισθητικά, ιδιοκτήτρια του μαγαζιού της, έβρεχε. Μία βροχή ξαφνική, που είχε ξεφύγει από τις προγνώσεις και οι χοντρές σταγόνες της έπεφταν με μία αιφνιδιαστική και αυθάδικη πυκνότητα στους απροετοίμαστους και απροστάτευτους περαστικούς, προκαλώντας γκριμάτσες δυσαρέσκειας και χαμηλόφωνες, αγανακτισμένες, βρισιές πίσω από τα δόντια.
Η Αργυρώ είχε περπατήσει χωρίς βιασύνη τα τρία οικοδομικά τετράγωνα που απείχε το γραφείο του συμβολαιογράφου από το σταθμό, μία διαδρομή μικρή, χωρίς, ωστόσο, κανένα υπόστεγο. Το μάλλινο σακάκι της είχε απορροφήσει τόση ποσότητα νερού ώστε, καθώς έσκυψε πάνω από το παλαιομοδίτικο γραφείο για να συναινέσει με την υπογραφή της στους όρους της αγοράς, μία σταγόνα δε συγκρατήθηκε. Ξέφυγε από την άκρη του μανικιού της, έπεσε και απλώθηκε με ευχαρίστηση πάνω στο χαρτί, παρέσυρε το φρέσκο μελάνι και μεταμόρφωσε το τελείωμα της υπογραφής της σε ουρά κάποιου ζώου δυνατού. Σαν σημάδι σε φλιτζάνι καφεμάντισσας, επισφράγισε πως από αυτό το μαγαζί, που μόλις μεταβιβάστηκε στην, ορισμένη από τη μοίρα, δικαιωματική του ιδιοκτήτρια, δε θα έλειπε η μαγεία.
Το μαγαζί της Αργυρώς είχε μικρή πρόσοψη, σχεδόν κρυμμένο ανάμεσα σε ένα φανταχτερό κομμωτήριο και ένα χρωματιστό ανθοπωλείο, που οι γλάστρες του καταλάμβαναν όλο σχεδόν το πεζοδρόμιο. Εκεί στεκόταν χωρίς μέσα προβολής, χωρίς ανάγκη να τραβήξει τα βλέμματα, με μία πόρτα στενή και μία βιτρίνα στοιχειώδη, με μεταλλικό περίγραμμα, βαμμένο με λαδομπογιά καφέ και τζάμια θολά, όχι από σκόνη, φθορά ή πάχνη, αλλά από καθαρό μυστήριο.
Θα μπορούσες να περάσεις μπροστά από το μαγαζί της Αργυρώς πολλές φορές και να μην το προσέξουν τα μάτια σου. Η ψυχή σου όμως θα κοντοστεκόταν αμέσως, θα κολλούσε τη μουσούδα της στο τζάμι και θα αφηνόταν να μαγνητιστεί από το απροσδιόριστο βάθος του, ενώ η ανάσα της θα χνώτιζε την αυτοκόλλητη μεταξοτυπία πίσω απ’το γυαλί «Μέντιουμ Αργυρώ».
Η Αργυρώ είχε από παιδάκι πολλά μαντικά χαρίσματα, περισσότερο όμως της άρεσε να διαβάζει την τράπουλα. Δεν της είχε διδάξει κανείς. Ήξερε πάντα. Πίσω από τους αριθμούς, τα σύμβολα και τα χρώματα της τράπουλας εκείνη έβλεπε «ριζικά», «κρεβάτια», «ξεσηκωμούς», «στεφάνια», «μεγάλες πόρτες», «φτασμένα». Λέξεις ξεπατικωμένες προσεκτικά από ανθρώπινες καταθέσεις αγάπης, πόνου, αγωνίας, χαράς, έρωτα, προσδοκίας, κάθε μία με το κύρος της, βαρυκεντρισμένη, με χρέος να αποδώσει παραστατικά τις τύχες και τις ατυχίες των ανθρώπων.
Τη γλώσσα στην οποία μιλούσε η τράπουλα στην Αργυρώ δε θα μπορούσε να την καταλάβει κανείς άλλος. Ήταν μία γλώσσα που παρέκαμπτε όλες τις αισθητήριες οδούς, γλώσσα-φάντασμα, που ανεμίζοντας το ημιδιάφανο σεντόνι της, διαπερνούσε το σώμα της Αργυρώς, σκέπαζε την καρδιά της και από εκεί της ψιθύριζε. Κι έλεγε η Αργυρώ τα μελλούμενα μέσα από έναν ανάκατο χορό από τέσσερα σύμβολα, δύο χρώματα και χίλιες ερμηνείες.
Υπήρχαν και κάποιες μέρες όμως που όσο και να κοιτούσε τα χαρτιά, αυτά δεν της έλεγαν τίποτα. Στέκονταν παραταγμένα στο τραπέζι, άψυχες κάρτες, σωριασμένες, σιωπηλές, με το πείσμα παιδιού που δεν ανοίγει το στόμα να πιει το φάρμακο. Τότε κι εκείνη δεν επέμενε. Έδινε στη διαίσθησή της ρεπό και στην πελάτισσα έναν κρύσταλλο με την οδηγία να τον αφήσει μία νύχτα στην πανσέληνο και να ξανάρθει άλλη μέρα να της πει τα χαρτιά. Κανείς δε θα σκεφτόταν να αμφισβητήσει τις οδηγίες της. Η Αργυρώ στο τέλος μιας τέτοιας μέρας θα έπλεκε αραιά τα μαλλιά της σε μια μαλακή κοτσίδα, θα ανασκούμπωνε τη λεπτή της ρόμπα προστατευτικά στο στήθος και θα αφηνόταν στην αγκαλιά των σκεπασμάτων της να κοιμηθεί βαθιά και γλυκά, με μία σκέψη – χάδι στο μέτωπο- να καλοπιάνει τη συνείδησή της… η έμπνευση και η αγάπη δε ζορίζονται κοκόνα μου… ξεκουράσου…