Η μοίρα της ήταν απρόβλεπτη και εκείνη έμοιαζε σαν ακαλλιέργητη γη που περιμένει μερόνυχτα να ποτιστεί από το νερό της μοίρας. Η Μαριάμ δεν ήξερε τι της επιφύλαζε το αύριο, μόνο η μοίρα ήξερε, στεκόταν δίπλα της σαν άγγελος και περίμενε εντολές απ’τον Θεό, για να της δώσει τελικά ότι άξιζε.
Έμοιαζε σαν πιστή γυναίκα διάφανη η μοίρα, που για κάποιο λόγο άγνωστο, την έφερνε στην θάλασσα να γράψει τα παράπονα που είχε από τον εαυτό της και τους ανθρώπους .
Κατηγορούσε τον εαυτό της για τα λάθη της, τον μάλωνε συχνά. Αυτή την φορά θα άλλαζε τρόπο σκέψεις, το χρωστούσε στην ψυχή της.
Θα σκεφτεί με καθαρό μυαλό τα μαθήματα που της χάριζε η ζωή, διαλέγοντας καινούργια πορεία σκέψης. Η γη της ήταν οι άνθρωποι που αγαπούσε, είχαν και έχουν πραγματική αξία γι’ αυτήν.
Αν και το μυαλό της έμοιαζε σαν εικόνα με τριαντάφυλλα μαραμένα, με σκέψεις που έφερναν λύπη από τα παλιά, μια νέα αρχή της έκλεινε το μάτι από το πουθενά, το ήξερε το καλό της ο Θεός.
Φοβόταν την γνώμη των άλλων, πολλές φορές τα βλέμματα, ήταν καρφωμένα πάνω στην Μαριάμ, με διαθέσεις μειονεκτικές, η ζήλια και η πονηριά έκαναν το ποιο απαίσιο δίδυμο σε μια παράσταση που έπαιζαν άνθρωποι που έμοιαζαν με φαντάσματα ή σκιές.
Φοβόταν λοιπόν. Κάποια στιγμή η απομόνωση της έγινε τροφή για σκέψη, η θάλασσα και ο δρόμος έγιναν ένα με την Μαριάμ.
Η ηρεμία της ερχόταν τώρα πια από τα ουράνια, έκανε ότι δεν υπάρχουν πια σκιές και φαντάσματα κι ας υπήρχαν, τους απαντούσε με ηρεμία και τους εξηγούσε λέγοντας, πως είστε απλά σκιές με ένα χαμόγελο που έβαζε φωτιά σε όλο το σκηνικό.
Στο δρόμο κρατούσε τα αυτόγραφα των φαντασμάτων και στην θάλασσα τα έριχνε, η αυλαία έκλεινε, το μυαλό της σώπαινε, χρόνο μόνο για τον ήχο της είχε τώρα.
Κάθε μέρα είναι και μια καινούργια αρχή…!