Στρίβει στην γωνία του δρόμου και αγχωμένη κοιτά την ώρα… ευτυχώς είχε φτάσει είκοσι λεπτά νωρίτερα… δεν ήθελε με τίποτα να καθυστερήσει. Η φράση “οι πόρτες κλείνουν στις 7” την κυνηγούσε μια βδομάδα τώρα… που να ήξερε βέβαια πως σε κάθε επόμενο ραντεβού θα καθυστερούσε τουλάχιστον ένα τέταρτο και εκείνος θα την “χρέωνε” με έξτρα ώρες για να τις ξεπληρώσει κάποτε!
Είχε φτάσει λοιπόν στην ώρα της παρ όλη την κίνηση. Λίγο πριν ανεβεί τα σκαλιά, ο εαυτός της ως συνήθως της έστηνε παγίδες με διάφορες σκέψεις: “Είσαι σίγουρη; Προλαβαίνεις ακόμα να φύγεις…”
“Που πας και μπλέκεις τώρα με τόσα προβλήματα που χρόνια παλεύεις να τα λύσεις, αφού ξέρεις πως ο άνθρωπος που θα γνωρίσεις είναι πολύ ιδιαίτερος και θα κολλήσεις… γιατί δεν τον αποφεύγεις όπως έκανες τόσο καιρό”… Είχαν παγώσει τα βήματά της, αλλά χωρίς να το συνειδητοποιήσει είχε βρεθεί ήδη μπροστά στο ταμείο… “Θα πάω και ας μου βγει και σε κακό” σκέφτηκε, “με τόση αυτοκυριαρχία που έχω, τίποτα δεν θα συμβεί”… Μπροστά της, στην ουρά υπήρχαν δυο άτομα… Έψαξε να τον βρει με τα μάτια. Χαρακτηριστική η φυσιογνωμία του, αποκλείεται να μην τον αναγνώριζε. Δεν χρειάστηκε να περάσουν ούτε δύο δευτερόλεπτα και τον είδε να συζητά με μια κοπέλα.
Προσπάθησε να τον παρατηρήσει με την ησυχία της, όπως συνήθιζε και απολάμβανε να κάνει με τους ανθρώπους. Γαμώτο… δεν πρόλαβε, την είδε! Λίγο πριν διασταυρωθεί το βλέμμα τους, τίναξε γρήγορα το κεφάλι της και άρχισε να κοιτά κάτω. Εκείνος πήγε προς το μέρος της. Τον σταμάτησαν δυο γνωστοί του και τον χαιρέτησαν και εκείνος είπε δυνατά “να δω κάποια άλλη αν θα με φιλήσει”. Η χροιά της φωνής του ήταν τόσο υπέροχη που ηλεκτρίστηκε όλο της το κορμί. Ήξερε πως το σχόλιό του αφορούσε εκείνη. Γύρισε απότομα, τον κοίταξε χαμογελαστή και σχεδόν ταυτόχρονα με το “γεια σας”, έσκυψε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε απαλά στο μάγουλο. Της είπε πως την περιμένει να τελειώσει τα διαδικαστικά στο ταμείο για να κάτσουν κάπου να συζητήσουν… Μόλις πλήρωσε κατευθύνθηκαν στο βάθος και κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον. “Είσαι παιδί τελικά”, της είπε, ενώ εκείνη τον κοίταζε εξεταστικά.
Είχε ταλέντο σ’ αυτό. Όταν κάποιος την γοήτευε, είχε την δύναμη να τον κοιτάζει κατάματα σε βάθος για ώρα. Μετά από καιρό εκείνος της εκμυστηρεύθηκε πως τα μάτια της έχουν ένα φέγγος και πως όλες οι διαθέσεις της φαίνονται από τον τρόπο που κοιτά. Έσκυψε και της διόρθωσε μια τούφα που έπεφτε μπροστά στο πρόσωπό της, λέγοντάς της πως είναι πολύ όμορφη. Δεν τον πίστεψε. Άλλωστε όλοι πάνω κάτω τα ίδια έλεγαν σε όλες. Εκείνη ήθελε να είναι όμορφο το μυαλό της και η ψυχή της μόνο. Το δικό του μυαλό και η δική του ψυχή της είχαν φανεί τόσο ξεχωριστά. Αισθάνθηκε μια απίστευτη ηρεμία και ασφάλεια σαν να είχαν γνωριστεί εδώ και χρόνια… Άρχισε να χάνεται και να νιώθει πολύ όμορφα… και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.