Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος που φορούσε μάσκα. Δεν την έβγαζε ποτέ. Κοιμόταν και ξυπνούσε μ’ αυτήν στο πρόσωπό του. Οι άλλοι δεν μπορούσαν να τη δουν, εκείνος όμως πίστευε πως καταλάβαιναν την παρουσία της.
Ο ίδιος ήταν λάτρης της αλήθειας. Έτσι, παρόλο που το γεγονός ότι φορούσε μάσκα δεν ήταν απαραίτητα κακό αφού κανείς δεν το γνώριζε και κανέναν δεν έβλαπτε, κάθε φορά που βρισκόταν μαζί με άλλους ανθρώπους, τον κατέκλυζαν κακές σκέψεις. Αισθανόταν ψεύτικος και σκεφτόταν πως τους κοροϊδεύει.
Ένα βράδυ πήρε την απόφαση να απαλλαγεί απ’ αυτήν. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και έβαλε τα χέρια στο μέτωπό του. Την τράβηξε αποφασιστικά με όλη του τη δύναμη αλλά με μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως η μάσκα είχε κολλήσει στο δέρμα του. Αυτό τον άγχωσε και τον πείσμωσε και συνέχισε να προσπαθεί με μανία μέχρι που είδε να τρέχει αίμα από τους κροτάφους του. Κοντοστάθηκε και κοίταξε το είδωλό του. Από πότε άραγε τη φορούσε; Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν ήταν μια συγκεκριμένη στιγμή ή κάποιο γεγονός που τον έκανε να θέλει να καλύψει το πρόσωπό του. Μήπως όμως η μάσκα υπήρχε γιατί εκείνος δεν είχε πρόσωπο; Ανατρίχιασε στη σκέψη αυτή και πανικόβλητος άρχισε ξανά να την τραβάει με μανία για να την ξεκολλήσει χωρίς να λογαριάζει πόσο πολύ πονούσε. Μετά από ώρες, κατάκοπος και απελπισμένος παραιτήθηκε από την προσπάθεια, δίνοντας όμως υπόσχεση στον εαυτό του ότι θα συνεχίσει μέχρι να τα καταφέρει.
Κάθε νύχτα πάλευε μπροστά στον καθρέφτη να απαλλαγεί από το ξένο αυτό σώμα που τον είχε φυλακίσει και που ήταν η αιτία για τις δυστυχίες του. Αυτό πίστευε, πως αυτή η μάσκα ήταν υπεύθυνη για όλα τα δεινά και κυρίως για τη μοναξιά του.
Ένα πρωί παρατήρησε με τρόμο πως η μάσκα είχε σκληρύνει και δεν μπορούσε πια να εκφραστεί όπως πριν. Μάταια προσπαθούσε να κουνήσει τα χείλια ή να ζαρώσει το μέτωπο. Το πρόσωπό του θύμιζε κούκλα σαν αυτές στις βιτρίνες που έχουν όλες το ίδιο πρόσωπο. Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν πως ήθελε να κρυφτεί για πάντα. Ντρεπόταν και απέφευγε τους ανθρώπους μέχρι που τελικά κλείστηκε στο σπίτι του και απομονώθηκε εντελώς. Τουλάχιστον έτσι κανείς δεν θα μάθαινε τί του είχε συμβεί.
Ένα βράδυ που παρατηρούσε το είδωλό του στον καθρέφτη, αποφάσισε να του μιλήσει σαν να μιλούσε σε κάποιον άλλο. Δεν θυμόταν από πότε είχε να ανταλλάξει κουβέντα με άνθρωπο. Του μίλησε για το φόβο του, το θυμό και την απέραντη μοναξιά του. Του είπε για τον πόνο που ένιωθε από παιδί και για τη μεγάλη ντροπή του. Τότε, κάτι παράξενο συνέβη. Τα μάτια του έλαμψαν και κύλησαν δάκρυα. Καθώς οι σταγόνες κυλούσαν αργά στα μάγουλά του, αυλάκωναν τη μάσκα. Μέσα σε λίγα λεπτά, τα δάκρυα έδωσαν τη θέση στους σε ένα ασυγκράτητο γοερό κλάμα.
Την άλλη μέρα καλημέρισε το είδωλό του και του υποσχέθηκε πως από δω και πέρα, κάθε βράδυ θα το ακούει και θα του μιλάει.
Έτσι πέρασαν πολλά βράδια μέχρι που ήρθε η στιγμή που δεν είχε πια άλλα δάκρυα. Μία λέξη βγήκε τότε από τα χείλη του, «σ’ ευχαριστώ».
Το επόμενο πρωί μόλις άνοιξε τα μάτια, είδε στο προσκέφαλό του πολλά μικρά κομμάτια που όλα μαζί ενωμένα σχημάτιζαν το περίβλημα του προσώπου του. Αμέσως σηκώθηκε και έτρεξε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Τότε είδε για πρώτη φορά το πρόσωπό του. Δεν ήταν όμορφο ούτε άσχημο. Δεν ήταν σωστό ή λάθος. Ήταν το δικό του πρόσωπο. Μάζεψε ένα ένα τα κομμάτια από το μαξιλάρι με μεγάλη προσοχή και τα τοποθέτησε ευλαβικά μέσα σε ένα κουτί δίπλα στα παιδικά του ενθύμια.
Πλύθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω. Περπάτησε στην πλατεία και στην αγορά. Περιπλανήθηκε ανάμεσα στον κόσμο. Όπου κι αν γύριζε να κοιτάξει, έβλεπε ανθρώπους με μάσκες. Άλλες πετρωμένες και σκληρές, άλλες λεπτές και ραγισμένες. Μόνο τα παιδιά δεν φορούσαν μάσκες. Παρατήρησε και κάτι ακόμα. Πολλά μικρά κομμάτια σαν αυτά που είχε φυλάξει το πρωί στο κουτί του, βρίσκονταν πεσμένα σαν φθινοπωρινά φύλλα γύρω από τα πόδια αγκαλιασμένων ανθρώπων.