Στη λαϊκή αγορά το επίπεδο των μαθηματικών υπολογισμών τους οποίους καλείται ο περαστικός αγοραστής να εφαρμόσει για να κάνει μία συμφέρουσα αγορά, είναι εξαιρετικά υψηλό.
Καταιγίζεται από ταυτόχρονες πληροφορίες σύμμεικτων μεθόδων προσδιορισμού αξιών, με ταυτόχρονη αναγωγή σε πολλαπλές μονάδες μέτρησης. Μπορεί, για παράδειγμα, από τον ένα πάγκο να ακούγεται «ογδόντα το κιλό τα μήλα, δύο κιλά ενάμισι, τρία η σακούλα να φύγω!». Εδώ πρόκειται για αντίστροφη αναλογία τιμής κιλού και βάρους. Σε άλλο πάγκο μπορεί να ακούσει «έλα, τα τρία μαρούλια ένα ευρώ, πέντε με ενάμισι, πέντε με ενάμισι λέω!» εδώ υπάρχει πτώση της τιμής μονάδος με την αγορά πολλών τεμαχίων μαζί με πρόσκληση και στομφώδη επανάληψη.
Ένας άλλος, ομολογουμένως, περίπλοκος υπολογισμός χρειάζεται να γίνει όταν ακούς «ένα ευρώ το κουτάκι οι φράουλες», χωρίς να παρέχεται πληροφορία ούτε για την τιμή ανά κιλό, ούτε για το βάρος, ούτε για τα τεμάχια, παρά μόνο μία αναφορά σε ένα μυστηριώδες και απροσδιόριστης χωρητικότητας «κουτάκι».
Σχεδόν πάντα, επίσης, προς το κλείσιμο και κατά κανόνα σε προϊόντα μεγάλου βάρους, εμφανίζονται και οι λεγόμενες υπερ-προφορές. Πόσοι δεν έχουμε βρεθεί να κοντοστεκόμαστε σε έναν φαινομενικά αδειασμένο πάγκο, για ένα μόνο δευτερόλεπτο και τότε αστραπιαία και αιφνιδιαστικά ο χειροδύναμος παραγωγός απιθώνει μπροστά μας μία σακουλάρα πατάτες ή πορτοκάλια ή μήλα, η οποία ζυγίζει τουλάχιστον δέκα κιλά, σφραγισμένη με διπλό κόμπο στα χεράκια, μας κοιτά μέσα στα μάτια και σαν άλλος Δον Κορλεόνε μας καθηλώνει λέγοντας «ένα ευρώ!», με φωνή μπάσα και ψαρωτική, που δε χωρά αμφισβήτηση, ούτε ως προς το μεγαλείο της ευκαιρίας και κυρίως ούτε ως προς την ποιότητα του προϊόντος (που εσύ δε μπορείς να διακρίνεις μέσα από την τιγκαρισμένη και ασφυκτικά δεμένη σακούλα έτσι κι αλλιώς). Σε αυτήν την περίπτωση, ο αγοραστής πρέπει δύο πράγματα να προσέξει. Πρώτον, να μη δείξει αμφιβολία ή δυσπιστία, προκειμένου να μην προκαλέσει την ευθιξία και την οργή του κατακουρασμένου παραγωγού, ο οποίος έχει κλείσει ένα εικοσάωρο στο πόδι και θέλει να τα μαζέψει και να φύγει χωρίς να του μείνουν τρεις μαγκούφες σακούλες απούλητο προϊόν. Δεύτερον, να φανεί θαρραλέος και αν δεν έχει μεταφορικό μέσο να αρνηθεί αποφασιστικά καθώς, ρεαλιστικά, δεν αντέχει να κουβαλήσει τόσο βάρος ως το σπίτι του χωρίς να του πέσουν οι ώμοι και να επιστρέψει στην προ-προγονική του μορφή του χιμπαντζή.
Ταυτόχρονα, στη λαϊκή κανείς συλλέγει πολλαπλά πολιτιστικά και κοινωνικά ερεθίσματα. Χαρακτηριστικά είναι τα μουσικά ακούσματα που εκπέμπονται από τους πάγκους, κυρίως Κρητικών παραγωγών, τα οποία παρ’ότι προερχόμενα από περιορισμένης ισχύος και τεχνολογίας συσκευές ήχου, είναι ικανά να σε ξεσηκώσουν και να ξεκινήσεις το πεντοζάλι, αψηφώντας τον κίνδυνο να γρατζουνίσεις άσχημα τους αστράγαλούς σου στα διερχόμενα τροχοφόρα καροτσάκια λαϊκής, από τα οποία πάντα κάτι αιχμηρό θα εξέχει από τις ρόδες, λες και είναι ενισχυμένα οχήματα αρματοδρομιών σε αρχαία ιππικά αγωνίσματα.
«Πέντε σκόρδα ένα ευρώ, φαϊβ σκόρδα ουάν γιούρο». Η συγκινητική προσπάθεια χρήσης αγγλικών ως μέσου ενίσχυσης της πώλησης, από αυτόν τον συμπαθέστατο άνθρωπο, ο οποίος βιοπορίζεται, με μεγάλη σοβαρότητα, από ένα αυτοσχέδιο πωλητήριο αποτελούμενο από ένα τουμπαρισμένο καφάσι, σα βγαλμένος από γκρίζα ταινία ευρωπαϊκού κινηματογράφου, είναι ικανή να σου σφίξει την καρδιά για πολλές ώρες.
Ακόμη, συναντά κανείς και αυτήν την, ανυπολόγιστης ηλικίας, κυρία που πουλάει χόρτα και πρασινάδες με τόση κοκεταρία και φροντίδα, λες και εμπορεύεται επώνυμα συνολάκια σε Αθηναϊκή μπουτίκ άλλης εποχής. Έχει πάντα τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν περιποιημένο κότσο, σαν από παλιά ελληνική ταινία και ένα δικό της αυτοσχέδιο μακιγιάζ, στο όριο του αστείου, αποπνέοντας όμως μία αόριστη αριστοκρατικότητα που σε διαπερνάει, τόσο που όταν απομακρύνεσαι από τον πάγκο της αισθάνεσαι ότι πράγματι ψώνισες κάτι πολύ εκλεκτό και σικάτο με τα ελάχιστα σου κέρματα.
Είναι και αυτή η γυναίκα με τη βροντερή φωνή, τη σχεδόν αντρική που από μακριά σε σκιάζει και μόνο όταν φτάσεις αρκετά κοντά της και σου πει «καλώς το κορίτσι» ακούς τις θηλυκές, γλυκές συχνότητές της. Τότε μαντεύεις αυτόματα ότι αυτή η σκληραγωγημένη αντρογυναίκα θα τα έβαζε άφοβα με δέκα μπρατσαράδες για να υπερασπιστεί την πραμάτεια της αλλά ταυτόχρονα έχει τόση τρυφερότητα μέσα της που μπροστά στο χαμόγελο του εγγονού της σίγουρα η σκληράδα της θα λιώνει σα φρέσκο βούτυρο σε πυρωμένη λαμαρίνα.
Υπάρχουν βέβαια και αυτοί οι παραγωγοί που στήνουν τους πάγκους τους δίπλα – δίπλα ή απέναντι και έχουν γίνει από ανταγωνιστές φίλοι. Αυτοί συνήθως εφευρίσκουν κωδικούς για να ειδοποιούν ο ένας τον άλλον όταν πλησιάζει μία όμορφη γυναίκα και ανταλλάσσουν αστεία και σφυρίγματα και συνθηματικά σχόλια. Έτσι, με τις φλέβες στο λαιμό να εξέχουν από τις φωνές και το πρόσωπο γελαστό και κόκκινο, διασκεδάζουν τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς, πάντα όμως με μασκαρεμένα πειράγματα, μη γίνουν προσβλητικοί, γιατί τον πελάτη τον σέβονται και τον έχουν ανάγκη.
Στη λαϊκή υπάρχουν υπολογιστικές προκλήσεις και πολλές φορές φραστικά και ορθογραφικά λάθη, αλλά δεν υπάρχουν «ψιλά γράμματα». Οι πωλητές της λαϊκής δεν έμαθαν τις σκληρές απαιτήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς από επιδοτούμενα νανουριστικά σεμινάρια σε ημιφωτισμένες δροσερές αίθουσες με προτζέκτορες. Αυτή η γνώση πέρασε στο πετσί τους μαζί με τις σκλήθρες από τις ξύλινες σανίδες των πάγκων και με τα χώματα στις πτυχές των δακτύλων τους. Ξέρουν ότι η «διαφημιστική» επιρροή τους εξαντλείται στο όριο του πάγκου τους και ως εκεί που μπορεί να σε φτάσει η φωνή τους και γι’αυτό την έχουν προπονήσει να είναι βροντερή, καθαρή και αληθινή. «Διαλέχτε!»…