Η κυρά Λένη που έμενε από κάτω έραβε για πελάτισσες αλλά η ίδια δεν είχε πολλά ρούχα. Φορούσε μονίμως μία ποδιά και τα μαλλιά της ήταν λαδωμένα. Μαύρα, κοντοκουρεμένα, αραιά, ολόισια και ανάμεσά τους μερικές λευκές τρίχες, πρώιμες, αταίριαστες με το στρογγυλό και νεανικό της πρόσωπο. Τα μάγουλά της ήταν διαρκώς ροδοκόκκινα και ζεστά και συχνά καταβρέχονταν από κάτι αιφνίδια δάκρυα, σαν νεροποντές, που μάταια πήγαινε να κρύψει. Λες και το πρόσωπό της είχε χειμώνα-καλοκαίρι πάντα το δικό του ξεχωριστό κλίμα… τροπικό.
Το παιδικό μου μυαλό δε μπορούσε να συμπεράνει αν ήταν ευτυχισμένη. Ήταν διαρκώς αγχωμένη αν έφαγαν αρκετά τα δύο αδυνατούλικα κοριτσάκια της και να μη γίνεται πολλή φασαρία και θυμώσει ο άντρας της ο ταξιτζής που ήταν μονίμως κουρασμένος και κακόκεφος.
Τα κοριτσάκια ήταν μικρά, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, λεπτά σαν κλαράκια και όπως έλεγε η γιαγιά τους «φιλάσθενα». Εγώ δεν ήξερα τότε τι θα πει αυτό, νόμιζα ότι αυτή η γιαγιά τους λες και τα κατηγορούσε για κάτι αρνητικό κάθε φορά που το έλεγε αυτό, κάτι που τα αδικεί, κάτι που οι πρώτες φιλεναδίτσες μου, που τις αγαπούσα τόσο, δε μπορεί να ήταν. Θεωρούσα ότι αυτή η πράσινη μύξα η μονίμως κολλημένη στο ρουθούνι της μεγάλης ήταν απλώς ένα χαρακτηριστικό της, όπως τα σκονισμένα από το παιχνίδι δαχτυλάκια της μικρότερης αδελφής της μέσα στα τσοκαράκια της. Ήταν οι πρώτες μου φίλες! Ήμασταν παιδιά. Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν το παιχνίδι. Τσάμπα τις κυνηγούσε στο πεζοδρόμιο η κυρά Λένη να τις ταϊσει μπουκίτσες ψωμί βουτηγμένες σε κοκκινιστά φασολάκια ή σε ξυνόγαλα, που ήταν λέει θρεπτικό. Τα κοριτσάκια δεν έπαιρναν γραμμάριο.
Η κυρά Λένη ήταν πολύ καλή και όλο προσπαθούσε να φέρει βόλτα το μικρό σκοτεινό δυαράκι με εμφανή κούραση και αυτό το άτιμο, λες και την κορόιδευε και λερωνόταν μόνο του ξανά και γέμιζε κατσαρίδες για να την ταλαιπωρεί. Τόσο πολύ είχε αγανακτήσει με τις δουλειές και τις οικονομικές δυσκολίες που δεν είχαν τελειωμό που ένα απόγευμα, δεν κρατήθηκε, βλέποντας ότι μία γάτα από τις πολλές που περιδιάβαιναν το χαμηλό μπαλκόνι της, είχε αραδιάσει τα μεγαλούτσικα πια γατάκια της σε μία γωνία του και της είχαν κουλουριάσει τη μπουγάδα από τη λεκάνη, έγινε έξαλλη, πήρε τα γατάκια και τα πέταξε από κάτω ένα – ένα. Εγώ είχα τρομάξει πολύ έτσι που τα έβλεπα να πετάνε σαστισμένα, εκσφεντονισμένα από το χέρι αυτής της, κατά τα άλλα, τόσο καλής γυναίκας, που όλους τους φρόντιζε και να βρίσκουν το έδαφος με περίεργη κλίση, κάνοντας έναν αλλόκοτο θόρυβο. Το μετάνιωσε αμέσως μετά. Μία νεροποντή έπεσε στα μάγουλά της που αυτή τη φορά δεν την έκρυψε. Ήμουν σε σοκ μέχρι να βεβαιωθώ, ευτυχώς μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ότι όλα τα γατάκια κουνιούνται πάλι κανονικά και παίζουν χαρούμενα στον κήπο και προσπαθούσα μάλιστα να την παρηγορήσω ότι τα γατάκια είναι καλά και το ύψος του μπαλκονιού ευτυχώς πολύ μικρό. Δε συγχωρούσε τον εαυτό της. «Πως το’ κανα εγώ αυτό» έλεγε και ξανάλεγε. Μπερδεμένο φόβο, θυμό, λύπη και συμπόνοια μαζί ένιωσα. Για κάποιο καιρό μετά νομίζω μερικά όνειρα άγχους μου σχετίζονταν με αθώα γατάκια εξαναγκασμένα σε πτώση που σώζονταν την τελευταία στιγμή.
Ωστόσο, αυτά ξεθύμαναν γρήγορα και τη θέση τους πήρε η χαρά όσο η κυρά Λένη έπαιρνε την ευθύνη και μας πήγαινε εκείνη στις κούνιες τις «μακρινές» που απαγορευόταν να πάμε χωρίς κηδεμόνα, αυτές τις κούνιες που αν πηγαίναμε μόνες μας θα μας πατούσαν αυτοκίνητα και θα μας έτρωγαν τα ναρκωτικά, οι αλήτες και οι δράκοι των δασύλλιων, αλλά και που, όλως τυχαίως, είχαν και τις καλύτερες εγκαταστάσεις με μονόζυγα και τσουλήθρες. Χάρη στην ανάληψη αυτής της ευθύνης από την κυρά Λένη να μας συνοδέψει, έπαιρνα την πολυπόθητη άδεια να ξεμακρύνω από το σπίτι και είχα την ευκαιρία να χορτάσω παιχνίδι στα χαλίκια, να σκαρφαλώνω τις τσουλήθρες ανάποδα, να κρεμιέμαι με το κεφάλι κάτω όση ώρα θέλω στο μονόζυγο και να εξελίξω τις τούμπες μου που στο τέλος κατάφερνα με μαεστρία να κάνω οπουδήποτε υπήρχε κυλινδρικό κάγκελο πακτωμένο κάπου έστω και πρόχειρα. Η κυρά Λένη ήταν εκεί, φρουρός, υπεύθυνος να μην πάθουμε τίποτα, να μας γυρίζει σπίτι σώες και αβλαβείς και να μας χαρίζει αφειδώς σειρές ολόκληρες από «πέντε λεπτά ακόμα».
Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε να βγούμε έξω παίζαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας και η κυρά Λένη ποτέ δεν παραπονιόταν για τις πατημασίες στον τοίχο από τα κατακόρυφα μας ούτε που ανάβαμε συνέχεια το φως στις σκάλες και «ανέβαιναν» τα κοινόχρηστα, επειδή «άστα μωρέ, παιδιά είναι». Κάτι άλλα βράδια που ο ταξιτζής άντρας της δεν ήταν κουρασμένος και θυμωμένος, έπαιρνε την κιθάρα του, μας έπαιζε και μας τραγουδούσε με βαθιά και αυθεντικά «ταξιτζίδικη» φωνή ένα τραγούδι, ίσως δικής του επινόησης, που δεν το έχω ξανακούσει πουθενά από τότε αλλά το θυμάμαι πάντα καλά «Στ’ άσπρο νησάκι όταν θα φτάσουμε, έννοιες και πίκρες θα τις ξεχάσουμε, ήλιος και πέλαγα φόντα ωραία μας και τα αστροφέγγαρα πάντα παρέα μας, γλάροι γοργόφτεροι θά’ ναι οι φίλοι μας κι’όλο για έρωτα θα λεν’ τα χείλη μας, στ’άσπρο νησί…στ’άσπρο νησί…» … δεν ήξερα τι ήταν αυτά τα «φόντα» και ό,τι είχε σχέση με «χείλη» φαινόταν τότε σε εμάς τα παιδιά εντελώς αηδιάστικό αλλά αχ αυτοί οι γλάροι οι γοργόφτεροι, ήταν πάντα στην καρδιά μου και μου εξηγούσαν πολύ ξεκάθαρα από τότε πώς μπορούσε η γλυκιά κυρά Λένη να έχει ερωτευτεί πολύ αυτόν τον οξύθυμο αλλά τόσο καλλίφωνο άντρα και να ζει μαζί του σε ένα σκοτεινό, αυτοβρωμιζόμενο, διαμερισματάκι, κρατώντας την ανάσα της για χάρη του.
Ώσπου μια μέρα η κυρά Λένη με τα κοριτσάκια και το σύζυγο μπήκαν στο ταξί και ακολουθώντας το φορτηγό της μετακόμισης έφυγαν για πάντα από τα Πετράλωνα προς ένα μέρος πολύ μακρινό… το Γαλάτσι. Ούτε ήξερα ούτε είχε σημασία ότι το Γαλάτσι ήταν μόλις είκοσι λεπτά μακριά. Για μένα είχαν χαθεί για πάντα. Ακόμη και να ξαναέβλεπα τις φίλες μου δε θα ήταν ποτέ το ίδιο. Δε θα ξανακατέβαινα τη σκάλα μου για να περάσω τη μονίμως ανοιχτή, φιλόξενη, πόρτα τους. Δε θα ξαναπρόσεχα να μην κάνω πατίνια στο διάδρομο τις ώρες κοινής ησυχίας για να μην ενοχλήσω το μπαμπά τους. Δε θα προκαλούσαμε ξανά το φόβο μας ποια θα πάει στα σκοτεινά να πατήσει το διακόπτη για το φως. Οι γοργόφτεροι γλάροι δε θα ξαναέκαναν κύκλους πάνω απ’ το κεφάλι μας, είχαν πετάξει για αλλού.
Κυρά Λένη μου προχθές αναρωτήθηκα αν έχεις εγγονάκια και αν τα πηγαίνεις στις κούνιες. Αν τα ταΐζεις θρεπτικές μπουκίτσες ψωμάκι ή τους αγοράζεις από το φούρνο αυτά τα μοντέρνα κουλουράκια με μύρτιλο. Αν σου γλυκοτραγουδάει ο αγαπημένος σου να σου διώχνει τα άγχη… Σε όποια διάσταση της πραγματικότητας και αν βρίσκεσαι σου οφείλω ένα θερμό «ευχαριστώ». Που ήσουν η μαμά των πρώτων φιλενάδων μου και που τις κράτησες ζωντανές παρά την υγρασία και τα προγνωστικά περί αδυναμίας τους και έτσι εγκαινίασα τον κόσμο της φιλίας με την πιο βελούδινη κόκκινη κορδέλα. Που φρούρησες το ανέμελο παιχνίδι μας στις «μακρινές» κούνιες από καμικάζι τροχοφόρα, ναρκωτικά, αλήτες και δράκους. Που με «προθέρμανες» να διαχειρίζομαι μεγάλους αποχαιρετισμούς. Που σιρόπιασες την παιδική μου καρδιά με μια αγάπη σα μυρωδάτο ανθόμελο. Σε ευχαριστώ.
Πανεμορφο Στέλλα μου. Χίλια μπράβο. Καλημέρα μας
Καλημέρα Δημήτρη! Σε ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε
Πανέμορφο!
Σας ευχαριστώ θερμά!