Η γυναίκα με τα μαύρα

Η γυναίκα με τα μαύρα
Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος περίεργος και τολμηρός, που αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι τον άλλο κόσμο, για να μάθει την αλήθεια για τη ζωή μετά το θάνατο και το νόημα της ύπαρξης. Ένας αρχαίος μύθος έλεγε πως όποιος πάρει το δρόμο για την ανατολή και διασχίσει όλο το δάσος με πίστη και θάρρος, θα φτάσει ως τις όχθες του άλλου κόσμου. Εκείνου, που όσοι μέχρι τώρα αντίκρισαν, δεν γύρισαν ποτέ πίσω.
Ένιωθε περήφανος και ανώτερος από όλους εκείνους που δεν είχαν ποτέ την περιέργεια να μάθουν περισσότερα από τα προφανή που τους είχε χαρίσει η ζωή, μα κυρίως που δεν είχαν το θάρρος να αφήσουν τη σιγουριά τους.
Την αυγή αποχαιρέτησε τον κόσμο και ξεκίνησε το ταξίδι του διασχίζοντας ένα μονοπάτι με κυπαρίσσια. Όσο προχωρούσε έμπαινε μέσα σε ένα άγριο δάσος που αν και στην αρχή έμοιαζε ένα γοητευτικό τοπίο, ολοένα σκοτείνιαζε δίνοντας μια αίσθηση παγερή και απόκοσμη. Το κουράγιο και η όρεξή του γρήγορα άρχισαν να εξασθενούν. Ένιωθε να χάνει την αίσθηση του χρόνου και δεν μπορούσε να υπολογίσει αν περπατούσε ώρες, μέρες ή χρόνια. Αυτό το μέρος σίγουρα δεν κατοικείται από ανθρώπους, σκεφτόταν. Το σκοτάδι ήταν πλέον πυκνό και στο σημείο που βρισκόταν δεν υπήρχαν πάρα ελάχιστα διάσπαρτα δέντρα. Βρισκόταν ολομόναχος σε ένα αχανές τοπίο με έναν ασυνήθιστα, για τα δεδομένα του κόσμου μας, έναστρο ουρανό.
Είχε σταθεί και κοίταζε τʼ αστέρια, όταν ξαφνικά ένιωσε να τον διαπερνά ένα ρίγος. Είχε μια παράξενη αίσθηση ότι δεν ήταν μόνος. Γύρισε να κοιτάξει και αντίκρισε μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα. Πάγωσε. Μετά από δευτερόλεπτα βρήκε το κουράγιο να μιλήσει. “Πού ακριβώς βρίσκομαι;” ρώτησε. Εκείνη συνοφρυώθηκε, τον κοίταξε από πάνω ως κάτω και είπε: “Δεν είσαι από’ δω”. “Όχι. Ήρθα μέχρι εδώ μόνο και μόνο  για να μάθω την αλήθεια για τη ζωή μετά το θάνατο”. Του χαμογέλασε. “Είσαι πολύ γενναίος!”. Έμοιαζε να υπήρχε μία δόση ειρωνείας στη φωνή της. “Εγώ είμαι η Απώλεια, είμαι η πρώτη που συναντούν όσοι έρχονται εδώ. Έτσι συνειδητοποιούν τι τους έχει συμβεί.” Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. “Δεν ξέρω τι περιμένεις”, συνέχισε, “το σίγουρο είναι πως έκανες άδικο κόπο. Δεν ανήκεις εδώ, τουλάχιστον όχι ακόμα. Πρέπει αμέσως να γυρίσεις πίσω”. “Μπορείς να μου αποκαλύψεις έστω κάτι;” ρώτησε με το λίγο θάρρος που του είχε απομείνει, “μια αλήθεια μόνο, σε παρακαλώ… ” Η Απώλεια τον κοίταξε σκεπτική. Γύρισε την πλάτη της για λίγο και ξαναγύρισε μπροστά του κρατώντας ένα μαύρο φάκελο. “Ορίστε! ένα δώρο για τον πιο τολμηρό και περίεργο άνθρωπο” είπε χαμογελώντας. “Δεν θα βρεις πολλά εδώ μέσα, μόνο μια ημερομηνία. Αυτή που θα ξανασυναντηθούμε”. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια. Μέσα σε μια στιγμή είχε γίνει ένα με το απόλυτο σκοτάδι.
Ο άνθρωπος, κρατώντας το μαύρο φάκελο, πήρε το δρόμο του γυρισμού τρέχοντας αυτή τη φορά.  Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι ήθελε να ξαναδεί το σπίτι του, τον κήπο του, το γαλανό ουρανό.
Δεν κατάλαβε για πότε έφτασε μπροστά στην πόρτα του. Τη στιγμή που την έκλεισε πίσω του, ένιωσε τη μεγαλύτερη ανακούφιση που είχε νιώσει ποτέ. Οι δείκτες του ρολογιού ήταν κολλημένοι στο ίδιο σημείο με τη στιγμή που είχε φύγει, σαν να είχε παγώσει ο χρόνος.
Φόρεσε τις πιτζάμες του και άναψε το τζάκι. Κάθισε απέναντι από τη φωτιά και έμεινε ακίνητος χωρίς να σκέφτεται. Ο φάκελος βρισκόταν ακουμπισμένος πάνω στο τραπέζι. Ίσως να είχαν περάσει ώρες όταν τελικά σηκώθηκε, τον πήρε χωρίς να τον κοιτάξει και τον πέταξε στη φωτιά. Ήταν το μοναδικό πράγμα που έκανε εκείνη τη μέρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάθεται και να κοιτάζει, το σπίτι του, τον κήπο του, το γαλανό ουρανό.
5 1 vote
Article Rating
Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
1 Comment
Παλαιώτερα
Νεώτερα Μεγαλύτερη βαθμολογία
Inline Feedbacks
View all comments
ΕΛΕΝΗ ΚΥΝΗΓΟΥ
ΕΛΕΝΗ ΚΥΝΗΓΟΥ
24/01/2018 7:38 ΜΜ

Έχεις μια μοναδική, σπάνια ικανότητα…Με τον τρόπο γραφής σου, βγάζεις στην επιφάνεια έντονα συναισθήματα. Δημιουργείς εικόνες…Παντού άσπρο και μαύρο…Και ξαφνικά το χρώμα. Όλα τα χρώματα. Στη σκέψη της Απώλειας, εκτιμάς τα απλά πράγματα που έχεις…