Η έξοδος

Η έξοδος

Ανοίγω τα μάτια μου, τεντώνω αποφασιστικά το κορμί μου, τα πόδια μου αιωρούνται ελάχιστα, ίσα για να πατήσουν πιο στέρεα στο έδαφος, συνειδητοποιώντας, πώς, προετοιμάζομαι να φύγω:για ένα λεπτό, ο νους μου διστάζει, εναντιώνεται, γυρεύοντας να βρει έστω και μιαν απολιθωμένη, παμπάλαια, αραχνιασμένη απ΄ το παρελθόν αιτία, ώστε να μη βγω, αφού το ήμισυ μέρος της καρδιάς μου, τρέμει κι απεύχεται, αυτή μου την έξοδο!

Μα εγώ, υπερβαίνοντας θαρραλέα τις έσω μου ενστάσεις, σηκώνομαι αποφασιστικά, φτάνω στο κατώφλι του σπιτιού, κοντοστέκομαι για λίγο, υποκύπτοντας στον πανάρχαιο πειρασμό ν’ απαριθμήσω όσα οριστικά αφήνω, κι ύστερα, κλείνω την πόρτα διάπλατα πίσω μου, κατεβαίνω πεισματάρικα ένα- ένα τα σκαλιά και βγαίνω γαλήνια, έξω, να συναντήσω το μεγάλο δρόμο.

Περπατώ, και σε κάθε μου βήμα, συλλογίζομαι, ποιά να’ ναι τάχα αυτή η αξεδιάλυτη δύναμη, αυτή η μυστήρια, ατίθαση ανάγκη, που κάθε τόσο, με οδηγεί ξεκάθαρα στην έξοδο: στο μυαλό μου, αναβιώνουν οι στιγμές του παρελθόντος, καθώς νοερά μετρώ, πόσες πόρτες έκλεισα διάπλατα πίσω μου, πόσους τόπους κι ανθρώπους, καταστάσεις και εμπειρίες επέλεξα να καταχωρήσω στη μνήμη…

Και, καθώς, αρχειοθετώ ,κατά κάποιο τρόπο,για μιαν ακόμη φορά, το παρελθόν μου, εκεί, καταμεσής πυκνών κι αστραπιαίων εναλλαγών σκέψης κι αισθημάτων, αρχινώ να ψαύω την άκρη του νήματος αυτού μου του αινίγματος: Πως, απ’ ανέκαθεν, κατείχα εκείνη τη μαγική, σχεδόν πολυπόθητη ικανότητα του να φεύγω, οδυνηρά αποδεχόμενος πώς, απαράβατος νόμος της ζωής είν’ η απώλεια κι η φθορά, πως όλα γύρω μου, όσο κι η σάρκα μου, είναι αβέβαια κι εφήμερα, υποκείμενα στο θάνατο και στη λήθη!

Πως, όσο κι αν, φορές, τυγχάνει ν΄ αγωνίζομαι ανελλιπώς να πείσω τον εαυτό μου, πως τούτα τ’ αγαπημένα μέρη, πρόσωπα μα και πράγματα με τα οποία τόσο απόλυτα, τόσο επίφοβα, είμαι δεμένος, θα στέκονται το ίδιο απαράλλαχτα όμορφα, κραδαίνοντας την ελπίδα ότι θα΄ ναι για πάντα διαθέσιμα στο βλέμμα μου, παρόντα στις αισθήσεις μου, καταβάθος, ξέρω από πάντοτε γνώριζα-πως όλα είναι, εκ προοιμίου ,πλασμένα για μιαν αρχή κι ένα τέλος!

Έτσι, που, δεν καταδέχομαι διόλου να ξεγελάσω τον εαυτό μου, όπως ο γονιός, που, υπολογίζοντας την αθωότητα του μικρού παιδιού, αρνείται κι αποσιωπά την έννοια της απώλειας και του θανάτου: Όχι, καθόλου δεν επιθυμώ αυτή την ευχάριστη, μα επώδυνη συντροφιά της αυταπάτης!

Το κάθε Τέλος μου είναι Τέλος, και η κάθε Αρχή μου Αρχή, μονάχα που, επαναλαμβάνοντάς το ξανά και ξανά μέσα μου, για να ξορκίσω τις αντιστάσεις μου ώσπου να συμφιλιωθώ μαζί του, για πρώτη φορά, μ’ έκπληξη αντιλαμβάνομαι πως κάθε Τέλος, εγκυμονεί πρόθυμα μιαν Αρχή, και κάθε Αρχή, αναθρέφει με περισσή στοργή ένα Τέλος, έτσι που, αίφνης, αναποδογυρίζονται και τουμπάρουν ορμητικά εντός μου οι έννοιες, γκρεμίζοντας με γδούπο τα τείχη της άμυνας, του φόβου και της έχθρας μου, μπρος στο πέρασμα του χρόνου!

Περπατώ, κι ο χρόνος δεν είναι πια ο ύπουλος, διαχρονικά μοχθηρός μου αντίπαλος, που χαιρέκακα, προσπαθεί να μου υπενθυμίσει σε πόσα λάθη υπέπεσα, πόσες στιγμές χαράμισα, πόσα όνειρα και επιθυμίες παρέμειναν, ως τώρα, ανεκπλήρωτα: σε κάθε μου βήμα, προσπερνώ αμετανόητα τις παρελθοντικές εκδοχές μου, δίχως να με δικάζουν οι άλλοτ’ ένοχες διαθέσεις μου, δίχως να δελεάζομαι ίσια στη σκέψη του τι θα γινόταν, αν τα πράγματα είχαν λάβει μιαν άλλη τροπή, ή αν άραγε, μπορούσε να’ ταν εφικτή μιαν άλλου είδους έκβαση για μένα, προστάζοντας τα πόδια μου,  κατευθύνοντας τα μάτια μου προς τους νέους, γλυκά υποσχόμενους ορίζοντες, που ανοίγονται κιόλας μπρος μου!

0 0 votes
Article Rating
Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments