“Μαθαίνοντας για αυτό το λίγο που το καθιστά περισσότερο”
Robert Browning
“Η ιερότερη εκδήλωση του ανθρώπου είναι η ποίηση”, έγραφε ο μεγάλος μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης. Η ποίηση λοιπόν είναι η ιερότερη έκφραση της ζωής και της ύπαρξης. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με τη ποίηση, αλλά με μια ιδιάζουσα μορφή της, την Ιαπωνική ποιητική φόρμα Χαϊκού (;;).
Αναζητώντας τις ρίζες της χαϊκού ποίησης, θα γυρίσουμε πολλούς αιώνες πίσω, στη χώρα των χρυσανθέμων, την εξωτική Ιαπωνία. Η υπέροχη αυτή χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, έχει να επιδείξει μοναδικά στοιχεία ενός λαού προικισμένου με σπάνια αντίληψη του λεπτεπίλεπτου, του Καλού, και του Ευγενικού. Το χαϊκού, επιγραμματικά, και πριν επεκταθούμε λίγο περισσότερο όσον αφορά την ιστορία του, είναι ένα τρίστιχο με 17 συλλαβές (5,7,5). Ο περιορισμός αυτός (των 5-7-5 συλλαβών) αποτελεί νομοτέλεια για να χαρακτηριστεί ένα ποίημα χαϊκού. Πρωτοεμφανίστηκε στην Ιαπωνία τον 16ο αιώνα και υιοθετήθηκε στην Ευρώπη και Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα. Το χαϊκού έγινε εξαιρετικά αγαπητό και δημοφιλές με την εμφάνιση του χαρισματικού Ματσούο Μπασό, ενός καλλιεργημένου στοχαστή και ποιητή. Ο Ματσούο Μπασό εντρύφησε στο Βουδισμό Ζεν και δημιούργησε τη σχολή Χαϊκού. Και καθώς το Ζεν διδάσκει ότι ”για να γεμίσεις πρέπει πρώτα να αδειάσεις” αυτό επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το υπόβαθρο της εξαίρετης αυτής ποιητικής φόρμας.
Ο μεγάλος στοχαστής και ποιητής της Ιαπωνίας λοιπόν, Ματσούο Μπασό, έγινε ο πατέρας και ο ανανεωτής της ποίησης χαϊκού στην Ιαπωνία. Γεννημένος τον 16ο αιώνα από οικογένεια Σαμουράι, έγινε γνωστός και ως περιφερόμενος ποιητής, γιατί ταξίδεψε πολύ. Επί πενήντα χρόνια περπατούσε, μάθαινε, μελετούσε και έγραφε και θεωρήθηκε ως ο Ιάπωνας “Φραγκίσκος της Ασίζης”. Τα ποιήματά του που αποτελούνται από χιλιάδες χάι-κάι είναι γεμάτα από αγάπη για τη φύση και σεβασμό στην αδελφική έννοια της ζωής. Ο Μπασό θεωρείται ο ασυναγώνιστος δάσκαλος του είδους. Ο μεγαλύτερος χαϊκιστής. Η ποιητική του επέδρασε σε μετέπειτα ποιητές και λογοτέχνες αλλά και σε απλούς ανθρώπους: χωρικούς, ψαράδες, γεωργούς, αυλικούς που βάλθηκαν να φτιάχνουν στίχους κατά το παράδειγμά του. Τόση μεγάλη υπήρξε η σημασία του για την γιαπωνέζικη ποίηση που ο ιστορικός και ποιητής Γυόνε Νογκούτσι χαρακτήρισε τη γέννησή του ”σαν το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της Ιαπωνίας”.
Ο Μπασό με τα χαϊκού του δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη και μελετητή να συγκρίνει τον κόσμο της Ανατολής με αυτόν της Δύσης. Ενώ στη Δύση το καλλιτεχνικό και επιστημονικό μυαλό είναι οργανωτικό, αναλυτικό και επαγωγικό, το μυαλό του Ανατολίτη στοχαστή είναι περισσότερο αφαιρετικό, συνολικό και υποκειμενικό. Δέχεται και αγαπά τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε ή έπρεπε να είναι… Γι’ αυτό με το χαϊκού μέσα σε μόνο λίγες λέξεις δεν περιγράφεται απλά κάτι αλλά ζωγραφίζεται θα έλεγε κανείς, ένα συναίσθημα ή μια εικόνα.
Ας δούμε λίγο τις ρίζες του χαϊκού . Οι προγονικές μορφές του είναι το Τάνκα (με μέτρο 31 συλλαβών σε δύο ομάδες των 5-7-5 και 7-7) και το Ρένγκα (μια αλυσίδα από Τάνκα). Αρχικά πολλοί ποιητές συνέθεταν Τάνκα σε γιορτές και συνεστιάσεις, αυτοσχεδιάζοντας από κοινού. Ο πρώτος ποιητής δημιουργούσε το λεγόμενο Χόκκου (την αρχική στροφή του Τάνκα, 5-7-5 συλλαβών) και ο δεύτερος το Ματσούκου (την επόμενη στροφή, 7-7). Από το 13ο αιώνα και έπειτα εμφανίζονται τα πρώτα τεκμηριωμένα Χόκκου ως ξεχωριστή λυρική μορφή και εξελίχθηκαν ως αρχικά, αστεία ή περιπαικτικά ποιήματα τα οποία ήταν πολύ αγαπητά στους Σαμουράι αλλά και τους αυλικούς. Σιγά σιγά όμως η μορφή Χόκκου εξελίχθηκε σε αυτό που σήμερα ονομάζεται κλασικό Χαϊκού, το οποίο δημιουργήθηκε το 16ο αιώνα, στην αρχή της Περιόδου Έντο, με την γνωστή πλέον και καθιερωμένη μορφή των δεκαεφτά συλλαβών, σε αυτοτελή, τρίστιχα ποιήματα τα οποία γράφονταν ή απαγγέλλονταν διατηρώντας διάφορους άλλους κανόνες π.χ. σωστή σύνταξη των λέξεων-κλειδιών του τρίστιχου, κτλπ. Το Χαϊκού λοιπόν έγινε ένα αυτοτελές, επιγραμματικό τρίστιχο των 5/7/5 (και μερικές φορές των 7/5/5 ή 5/5/7 συλλαβών) που αποτελούσε νομοτέλεια και το καθιστούσε έτσι ένα ξεχωριστό είδος Ιαπωνικής φόρμας που αποτυπώνε ή περιέγραφε με μεστό και λυρικό τρόπο μια εικόνα της φύσης (και δεν ήταν πλέον ένα περιπαικτικό λογοπαίγνιο όπως συνηθίζονταν στις αρχές της εμφάνισής του), δίνοντας στοιχεία για την εποχή του χρόνου πολλές φορές, μέσα από εποχιακές λέξεις, τις λεγόμενες Κίγκο.
Εδώ ας διευκρινίσουμε ότι στο παραδοσιακό χαϊκού ουσιαστικά γίνεται μια προσπάθεια να συλληφθεί μια στιγμή της φύσης που παρατηρεί ο ποιητής και να τη διατηρήσει στην αιωνιότητα με λίγες λέξεις… Καθώς όμως οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν την ολότητα μιας τέτοιας στιγμιαίας εμπειρίας, ο χαϊκού ποιητής αποπειράται να αποδώσει το τι νιώθει ή παρατηρεί και έπειτα να αφήσει τον αναγνώστη να τα συμπληρώσει με τον δικό του ψυχικό κόσμο και προσωπική αντίληψη.
Το χαϊκού σε μεγάλο βαθμό μαρτυρά τις επιδράσεις που του άσκησε η φιλοσοφία του Ζεν όπως προαναφέραμε. Ο πειθαρχημένος αυθορμητισμός που υποβάλλει η φιλοσοφία του Ζεν στο χαϊκού, παίρνει μια άλλη διάσταση και ένα άλλο νόημα στην πυκνότητα του λόγου και του προσδίδει μια λάμψη μέσα σε έναν λυρικό στοχασμό. Το χαϊκού ως μορφή ποίησης μαρτυρά αυτή την διττή του φύση: Του φιλοσοφικού στοχασμού με λυρικές εξάρσεις. Το χαϊκού θα μπορούσε να το δει κανείς ως μια πνευματική άσκηση, μια νοητική και συναισθηματική πρόκληση και “εξερεύνηση” του νου με μια έμμετρη ας μου επιτραπεί να πω, ποιητική και λυρική διάθεση. Η ιδιαιτερότητα και η μαγεία του Χαϊκού έγκειται στο γεγονός ότι κάποιος αποπειράται να αποδώσει μια ψυχική και λεκτική ενατένιση αποτυπώνοντας το όλο αυτό, μόνο με δεκαεφτά συλλαβές, και τρεις στίχους των 5-7-5 συλλαβών, ως φιλοσοφικό, λακωνικό , πνευματικό και ποιητικό πόνημα.
Μόνο στα μέσα του 20ού αιώνα άρχισαν τα Χαϊκού να διαδίδονται στο Δυτικό κόσμο. Αρχικά από τη Βόρεια Αμερική διαδόθηκαν σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο και αργότερα σε όλες τις χώρες και η θεματολογία τους δεν εστιάζεται πλέον σε περιγραφές της φύσης και μόνο. Στην Ελλάδα το είδος αυτό πρώτο-εμφανίζεται το 1925, όταν ο Γ. Σταυρόπουλος δημοσιεύει στο περιοδικό Λυκαβηττός έξι μικρά ποιήματα με τον τίτλο “Τρίστιχα” συνοδευόμενα από ένα μικρό σημείωμα γνωριμίας με αυτό το νέο ποιητικό είδος
Πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η πρώτη εμφάνιση του Χαϊκού στον Δυτικό Κόσμο έγινε από Έλληνα, τον Λευκάδιο Χέρν. Ήταν για την ακρίβεια μισός Έλληνας – μισός Ιρλανδός και εισήγαγε (σε αγγλική μετάφραση) την χαϊκού ποίηση στην Δύση. Στην Ελλάδα αυτός που έκανε ευρύτερα γνωστή την ποίηση Χαϊκού, λόγω κύρους, αλλά όχι και χωρίς κριτική, ήταν ο νομπελίστας ποιητής μας Γ. Σεφέρης οπού το 1940, γράφει τα “Δεκαέξι χαικού” στο τετράδιο Γυμνασμάτων. Όπως όμως προανέφερα, μια από τις πρώτες αναγνωρισμένες προσπάθειες σύνθεσης χαϊκού στην Ελλάδα καταγράφεται το 1925, όταν ο Γ. Σταυρόπουλος δημοσιεύει στο περιοδικό Λυκαβηττός, έξι μικρά ποιήματα με το τίτλο “Τρίστιχα” συνοδευόμενα από σύντομο σημείωμα γνωριμίας με το το νέο αυτό είδος ποίησης. Άλλοι σπουδαίοι εκπρόσωποι της Χαϊκού ποίησης στα Ελληνικά υπήρξαν -να αναφέρω μόνο μερικούς- ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Δημήτρης Αντωνίου, Ζωή Σαβίνα, Ανέστης Ευαγγέλου, Αργύρης Χιόνης και λοιποί.
Στην σύγχρονη εποχή το χαϊκού έχει χαρακτηριστεί και ως twitter της ποίησης. Βέβαια, όπως είδαμε το Χαϊκού είναι ένας αυθόρμητος στοχασμός με λυρική έξαρση. Από τεχνικής άποψης -λόγω του περιορισμού των χαρακτήρων του- τότε θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει το χαϊκού με ένα twitter βέβαια. Πέρα από αυτό όμως δεν φαίνεται να έχει κάποια άλλη σχέση, κα ίσως να είναι και λίγο άστοχη η σύγχρονη αυτή παρομοίωση, γιατί το χαϊκού δεν είναι απλά μερικές λέξεις. Ένα χαϊκού περικλείει τη σύλληψη μιας στιγμής, το αστραπιαίο συναίσθημα ή τη συγκίνηση, που αποπειράται ο ποιητής μέσα στη στιγμιαία ενατένιση του νου, να αποτυπώσει και τελικά να διατηρήσει στην αιωνιότητα με καθορισμένη σύνταξη, μέσα σε μόνο τρεις στίχους των δεκαεφτά συλλαβών.
Τρέμε τάφε.
Το μοιρολόι μου
άνεμος του φθινοπώρου είναι.
– – – –
Λίμνη παλιά
μέσα ο βάτραχος πηδά.
Ο ήχος του νερού.
Ματσούο Μπασό
Μαύρο χελιδόνι
σε παληό πατάρι
φτεροκοπάει
Γ. Σταυρόπουλος
Άδειες καρέκλες
τ’ αγάλματα γύρισαν
στ’ άλλο μουσείο.
Γ. Σεφέρης
Η ποίηση των χαϊκού κερδίζει συνεχώς έδαφος, βλέποντας κανείς όλο και περισσότερες ποιητικές συλλογές σε ευρωπαϊκά βιβλιοπωλεία και στο διαδίκτυο. Και τούτο θα έλεγε κανείς είναι αποτέλεσμα ίσως των σύγχρονων αισθητικών αντιλήψεων για την ποίηση, που τη θέλουν απογυμνωμένη από καλολογικά στοιχεία και στολίδια με συμπυκνωμένα και μεστά νοήματα, αρετές που υπάρχουν άφθονες στα λιτά, πειθαρχημένα και λακωνικά ποιήματα χαϊκού.