H Nοσταλγία

H Nοσταλγία

Στέκομαι στη μέση της βεράντας, αγναντεύοντας τον γκριζογάλανο ορίζοντα.. καθώς τ’ αεράκι φυσά και ξεφυσά, ξεσηκώνοντας παιχνιδιάρικα κύματα φύλλων. Είμαι εδώ, κι όλα με παρασέρνουν στον ίλιγγο της μεσημεριάτικης χαύνωσης. Τα βλέφαρά μου μισοκλείνουν, προσπαθώντας να υπολογίσουν την απόσταση της σκιάς από το φως.. και υποκύπτω, σιγά κι ανεπαίσθητα υποκύπτω σ’ εκείνον τον άλλον μου εαυτό, που ξέρει ν’ αναπαύεται πειθήνια στην ροή των πραγμάτων..

Σήμερα, αναπαύομαι ,όπως μ’ αρέσει, πάνω στα χείλη των πραγμάτων :αναπαύομαι ελαφρώς νωχελικά, πίσω από κάθε λέξη π’ αρνούνται να ψελλίσουν τα χείλη μου, ολότελα παραδομένα σε μιαν παράταιρη νοσταλγία..

Στέκομαι αντίκρυ στον ορίζοντα, που ορθώνεται ελάχιστα πιο πάνω απ΄ τα μάτια μου, κι αίφνης στο μυαλό μου ορμά η σκέψη:

Μα γιατί, φοβόμαστε να σηκώσουμε άγκυρα, ν’ αρχινήσουμε το ταξίδι μας;

Τι’ ναι εκείνο που πάντοτε, δημιουργημένο απ΄ τη διάσταση του τίποτε σχεδόν, μας ανακόπτει την πορεία;

Νοσταλγία…

Εκείνη η ασίγαστη νοσταλγία που μας διακατέχει ανύποπτα , εκείνη π’ ανέκαθεν περιφέρονταν πλανώμενη στο άπειρο, μόνο για να ενσαρκωθεί μια μέρα, ν’ αποκτήσει υπόσταση και πνοή, συνάμα με την ύπαρξή μας…

Εκείνη η ατέρμονη νοσταλγία ,που ίσως μας συντροφεύει διάφανα τις ώρες του μεσονυχτίου, παραμονεύοντας φωλιασμένη, κάπου ακαθόριστα πίσω από κάθε έμμονα σταθερό χτύπημα του ρολογιού.

Νοσταλγία γι’ απόμακρες -ή μπορεί και όχι τόσο- αισθήσεις και συναισθήματα, για μιαν φευγαλέα στιγμή, ένα χάδι εξημερωτικό ή ένα θαρραλέο χαμόγελο, έν’ απρόσμενα γλυκό φιλί, μιαν αγκαλιά παράξενα τρυφερή!

Κι όλο καταγίνομαι να ταξιδέψω μ’ όλο μου το είναι, λαχταρώντας αφάνταστα να κόψω τα εντός μου σκοινιά, κι όμως, τη στιγμή ακριβώς που ξανοίγομαι, φοβάμαι κι όλο διστάζω και πισωγυρίζω, λες και δεν είμαι εγώ αυτή που πραγματικά με κάθε ίνα του κορμιού και κάθε πόρο της ψυχής, ευχόταν να ταξιδέψει!

Συλλογίζομαι, τι όμορφα που’ θα’ ναι ‘ κει πάνω, μα συγχρόνως, τα χείλη μου τρικυμίζουν, απ’ ενθουσιώδη προσμονή, ανάμεικτη με δανεισμένη φοβία: αίφνης, θυμάμαι πώς όλοι μου απαγόρευαν να κοιτάξω πιο πάνω απ΄ τον καθρέφτη, πώς, όλοι με παρότρυναν να φτάσω ίσαμε το ανάστημα της εμπειρίας των άλλων: μα εγώ τότε, πείσμωνα, κι ορκιζόμουν στον εαυτό μου να βουτήξω βαθύτερα και μακρύτερα απ΄ τη μονότονη επιφάνεια των πραγμάτων!

Αμέσως, οι φόβοι μου, ένας – ένας, συρρικνώνονται και ξεθωριάζουν, κι εγώ καταδύομαι στα ύψη των διαστάσεων του ουρανού: καταδύομαι αποφασιστικά, μέσα απ’ τ’ αχνά σημεία του ορίζοντα, ανασύροντας απ΄ το ανείπωτο, ωκεανούς ανθρώπων και στιγμών.

0 0 votes
Article Rating
Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments