Γράφει η Βιβή Καρά
“Σου αφιερώνω το τραγουδάκι” μου είπες μια μέρα.
Από τους πρώτους στίχους που άκουσα, ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά!
”Πόσο πολύ, πόσο πολύ, σ’ αγάπησα, κανείς δε θα το μάθει… (το γνωστό άσμα με τον Χρήστο Θηβαίο)
”Γιατί πέθανα;” Απάντησα σχεδόν αυτόματα. Όχι γιατί ήταν άσχημο το άσμα, αλλά γιατί αναφερόταν σε παρελθόντα χρόνο.
Με κοίταξες περίεργα, σχεδόν με απορία.
”Δεν σου αρέσει το τραγουδάκι;” μου είπες και πάλι, σαν να μην ήσουν εκεί.
”Είμαι εδώ δίπλα σου”, σου φώναξα, εδώ είμαι ακόμα”
Κι όμως δε μ’ έβλεπες, είχα γίνει το αποκούμπι σου, ακουμπούσες πάνω μου, μα δεν ένιωθες. Δεν έβλεπες, δεν άκουγες, δεν ήσουν εκεί, απουσίαζες….
Κάθε μέρα και απομακρυνόσουν περισσότερο. Τον τελευταίο καιρό είχες ένα κενό, ηλίθιο βλέμμα.
Έκανα προσπάθειες με συζητήσεις ατέλειωτες , να καταλάβω τι συνέβαινε, μάταια όμως.
Κατάλαβα’ ότι μάλλον δεν ήξερες ακριβώς τι ήθελες.
Ήταν φανερό ότι η σχέση μας είχε κλονιστεί , πέρναγε κρίση, με άγνωστο για μένα λόγο.
Δεν υποψιαζόμουν, δε μπορούσα να είμαι καχύποπτη, έβλεπα όμως ότι μαζί μου, δεν ήσουν ευτυχισμένος κι αυτό μου αρκούσε.
Στις τελευταίες μας εξόδους, ανακάλυπτα ότι δεν είχαμε κάτι κοινό μεταξύ μας. Τελεία διάσταση απόψεων, σε ενοχλούσαν τα λόγια οι στιγμές , ο χρόνος και συγκεκριμένα, ο χρόνος σου μαζί μου.
Τον μοιραζόσουνα με αφόρητη μιζέρια, με γκρίνια, χωρίς σαφή λόγο. Δεν ζήτησες ούτε στιγμή να χωρίσουμε, μα αυτό ήταν που σιωπηλά καρφώθηκε σαν αγκάθι στο δικό μου μυαλό. Τώρα που το σκέφτομαι ήσουν πολύ βολεμένος για να ζητήσεις κάτι τέτοιο.
Δεν ξέρω αν το σκεφτόσουν….
Πήρα την απόφαση και εξαφανίστηκα, δεν άντεχα άλλο αυτή τη δυστυχία…
Μπήκα στην διαδικασία του πένθους, γι άλλη μία φορά, χήρα και μόνη, αλλά χωρίς φόβο , για την επικείμενη μοναξιά μου.
Είχα συνειδητοποιήσει πως η περίοδος αυτή θα ήταν συντομότερη, από άλλες προηγούμενες…
Ένοιωθα ότι ήμουν στην εντατική μου, για άλλη μια φορά , χωρίς μηχανική υποστήριξη, όμως….
Σε κάποιες απόπειρες που έκανες να με συναντήσεις, σε αρνήθηκα. Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι βολεύτηκα κι εγώ με τη μοναξιά μου, την αποδέχτηκα πλήρως και μπορώ να πω, πώς την αγάπησα κιόλας. Κάποια στιγμή μπόρεσα να σου απαντήσω με το ίδιο απλανές και κενό βλέμμα, σαν κοίταξες τον καθρέφτη σου. ” Δεν σε θυμάμαι, έχεις πεθάνει, πια”.
Και τώρα μετά από πολλά χρόνια ενώ σε είχα κλάψει. Σε πένθησα κανονικά και έκανα τα μνημόσυνά σου, εμφανίστηκες.
Κοίταξες ξανά τον καθρέφτη σου και κάτι σου έλειπε, δεν ένιωθες πλήρης. Αφού διαπίστωσες την ανυπαρξία σου, θέλησες να υπενθυμίσεις την παρουσία σου και έβαλες να μου πουν ότι ”δεν θα σε ξεχάσω ποτέ”. Και πάλι αόριστος και σε παρελθόντα χρόνο’ απάντησα στον πληροφοριοδότη. Και κάτι ακόμα, δεν κατάφερες ποτέ να πεις την τελευταία λέξη εσύ. Και πάλι την είπα εγώ. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι, ξεχνιούνται….
Μούδιασα……..