Κάθε βράδυ πριν ξαπλώσει, περνούσε τα χέρια της με μια ενυδατική κρέμα που μοσχομύριζε γιασεμί. Το έκανε μηχανικά μα καθόλου βαριεστημένα. Εκείνο το βράδυ καθώς ακολουθούσε για πολλοστή φορά, την ίδια διαδικασία πριν ξαπλώσει, καθώς το ένα χέρι της πλεκόταν με το άλλο δωσμένα στο άρωμα του γιασεμιού, τα κοιτούσε. Τα απομάκρυνε το ένα από το άλλο, τα τέντωσε μπροστά της και συνέχισε να τα κοιτάει όπως κοιτάει κάποιος κάτι για πρώτη φορά.
Ήταν δυο χέρια μικροκαμμωμένα μα πολύ δουλεμένα. Δυό χέρια που έκλεισαν μέσα τους αγκαλιές, που χάιδεψαν, που παρηγόρησαν, που γιατροπόρεψαν, που γίναν γροθιές σε επικείμενους κινδύνους.
Ήταν δυό χέρια που μαγείρεψαν ζεστό φαγητό για να βρουν οι αγαπημένοι καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, που έπλυναν, που σφουγγάρισαν, που ξεσκόνισαν, που σιδέρωσαν, που κουβάλησαν σακούλες με ψώνια, που μπάλωσαν με κομμάτι από την ψυχή τους ξηλωμένα κουμπιά και τρύπιες τσέπες.
Δυό χέρια που όταν χρειάστηκε δεν δίστασαν να δουλέψουν σε εργασίες κατ’ εξοχήν αντρικιές, να σηκώσουν βάρη, να σκάσουν από το κρύο που τα περόνιαζε και παράλληλα να νιώσουν δημιουργικά και χρήσιμα που κάτι πρόσφεραν.
Δυό χέρια που στο μισό σχεδόν αιώνα της ζωής της, πρόσφεραν. Αδιαμαρτύρητα, αδιάκοπα, γιατί ήθελαν να το κάνουν.
“Γιατί τί κάνεις όλη μέρα; Τίποτα!”
Έτσι ανταμείφθηκαν εκείνα τα δυό χέρια. Και εκείνο που πιο πολύ την πλήγωσε ήταν οχι η φράση που ειπώθηκε από την αντρική φωνή απέναντί της, αλλά το γιατί δεν φάνηκε ποτέ το τί έκανε! Το τι έκανε με εκείνα τα δυό χέρια!
Ένα δάκρυ που μάταια προσπαθούσε να κρατήσει, από γινάτι και μόνο, ατίθασο καθώς ήταν, μπερδεύτηκε με την κρέμα χεριών. Το γιασεμί συνέχιζε να μυρίζει όμορφα. Η αλμύρα από το δάκρυ δεν στάθηκε τόσο δυνατή ώστε να το εξατμίσει.
Χαμογέλασε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, έκλεισε τα μάτια και από μέσα της έλεγε έναν στίχο αγαπημένο της του Σεφέρη, “Είτε βραδιάζει είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί”.
Λευκή, ολόλευκη θα έμενε η ψυχή της όσο κι αν προσπάθησαν να την σκοτεινιάσουν. Και εκείνα τα δυό χέρια θα μνημονεύοταν κάποτε με περίσσια αγάπη, ίσως και με μια μικρή ενοχή, που δεν εκτιμήθηκαν τον καιρό που έπρεπε.