Χτύπημα ξυπνητηριού, τρίψιμο ματιών, αναστεναγμός, καθιστός στο κρεβάτι για μερικά λεπτά, ντουζ, καφές, ότι βρω για φαγητό, ντύσιμο, κίνηση στο δρόμο και το λεωφορείο γεμάτο σκυθρωπούς ανθρώπους, καλημέρα στο συνεργάτη στη δουλειά, καλό υπόλοιπο ημέρας στο συνεργάτη στη δουλειά, κακό υπόλοιπο ημέρας για μένα.
Ήταν μια συντομογραφία της μέρας μου, μου την είχε ζητήσει η ψυχολόγος η οποία επισκέπτομαι γιατί λέει έχει χαθεί πλέον και η τελευταία σπίθα ελπίδας που έβγαζα στις αρχές. Εγώ απορώ γιατί επέλεξε να γίνει ψυχολόγος και όχι κάτι άλλο, οτιδήποτε. Γιατί να επιλέξεις να ασχοληθείς τόσες πολλές ώρες με ανθρώπους; Aφού είμαστε ηλίθιοι από τη φύση μας.
Οι ίδιες μέρες μου δεν σταμάτησαν ποτέ, δεν κατάφερε ούτε η ψυχολόγος να τις αλλάξει. Μου έλεγε να βγαίνω από το καβούκι μου και να κυνηγάω οτιδήποτε νέο στη ζωή μου, να ξεσκίζω το comfort zone μου ξανά και ξανά μιας και αναγεννάται από τις στάχτες του. Δεν νομίζω ότι το είχα καταφέρει ποτέ, μια φορά είχα προσπαθήσει να σηκωθώ αριστερά από το κρεβάτι μου και όχι δεξιά, αλλά είχε συνηθίσει πλέον τόσο πολύ το σώμα μου που σχεδόν βίαια επανέφερε τη τάξη.
Αγαπάω τη ζωή μου όπως ο ρατσιστής τον ξένο και τον ομοφυλόφιλο, έχουμε μια ειλικρινή σχέση μίσους που δύσκολα θα μετατρεπόταν σε αγάπης. Έτσι έλεγα τουλάχιστον έως ότου σε μία από εκείνες τις συνεδρίες με τη ψυχολόγο μου, καθώς έφευγα χτύπησα πάνω σε ένα μικρό αγόρι και έπεσε στο πάτωμα. Το βοήθησα να σηκωθεί και είδα ότι το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μουτζούρες, τα ρούχα του δαρμένα και ξεφτισμένα και τα μάτια του έμοιαζαν τόσο στα δικά μου. Όχι το χρώμα ή το σχήμα, αλλά το εσωτερικό τους, η απόγνωσή τους.
Του πρότεινα να τον κεράσω κάτι να φάει αν ήθελε και δέχτηκε μονομιάς, χάρηκα που δέχτηκε, πιο πολύ από όσο είχα χαρεί το τελευταίο χρόνο ολόκληρο. Είχα αρκετά λεφτά για ξόδεμα μιας και δεν αγόραζα ποτέ τίποτα, σιχαινόμουν την υπερκατανάλωση και τις ηλίθιες εταιρείες που μόνο ηλίθιες δεν είναι. Πήγαμε σε ένα μικρό μαγαζί που το είχε ένας γεράκος ο οποίος ήταν ο μόνος άνθρωπος που συμπαθούσα πραγματικά και έφτιαχνε την καλύτερη τυρόπιτα που είχα φάει.
«Γεια σου μπάρμπα Νίκο! Έφερα ένα φιλαράκι, μας δίνεις τρεις από τις πιο φρέσκες σου τυρόπιτες;» είπα καθώς ο Νίκος παρατηρούσε τον μικρό.
«Εννοείται! Έλα λεβεντάκο μου, διάλεξε και όποιο χυμό θες από το ψυγείο, μην ντρέπεσαι!» ο μικρός πήρε στα χέρια του τις τυρόπιτες και ένα χυμό βύσσινο και άρχισε να τρώει λαίμαργα καθώς φεύγαμε από το παραδοσιακό φούρνο του κυρ’ Νίκου.
«Γιατί είσαι μόνος σου;» του είπα ενώ βρήκαμε ένα παγκάκι με σκιά για να κάτσουμε στη πλατεία. Έκατσε δίπλα μου και με κοίταξε ενώ με περιεργαζόταν συνάμα.
«Γιατί μου κέρασες φαγητό; συνήθως όποιος με βοηθάει κάτι θέλει από μένα» είπε και άρχισε να χαϊδεύει ένα κοκαλιάρικο σκύλο που είχε έρθει κοντά.
«Θέλω απλά να φας το φαγητό και αν πεινάς και άλλο να πάρουμε οτιδήποτε άλλο θες»
Ο μικρός με αγκάλιασε απρόσμενα και έκοψε ένα κομμάτι από τη τυρόπιτα «πειράζει να το δώσω στο σκυλάκι; Νομίζω πεινάει και αυτό». Του έγνεψα καταφατικά και ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε από όταν τον πρώτο είδα.
Ο ατέρμων βρόγχος μου είχε σπάσει. Κανείς δεν με είχε βοηθήσει για να τον σπάσω, μόνο εγώ και ένα μικρό παιδί. Κανένα ηλίθιο ρούχο ούτε πράγμα.