Αφιερωμένο σε κάποιο φίλο. ”Μία επιστολή που ποτέ δεν έλαβες”

Όταν σε πρωτοείδα ένιωσα ότι μπήκε ήλιος στην αίθουσα. Ο χώρος ήταν κλειστός και κάπως σκοτεινός έτσι ένιωσα έντονα την παρουσία σου.

Γελούσες και οι επόμενες μέρες ήταν το ίδιο γελαστές με την πρώτη. Η ενέργεια που λάμβανα όταν σε κοιτούσα ήταν διαφορετική, σχεδόν απόκοσμη που με προέτρεπε σε κινήσεις και πράξεις αγάπης. Πολύ γρήγορα ζήτησες την επαφή μου.

– Άγγιξε με μου είπες. Μου επιτρέπεις μια ζεστή αγκαλιά;

– Ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί τον ήλιο; Σου απάντησα. Ξάπλωσες στην ποδιά μου, κι εγώ συνέχισα να σου χαϊδεύω τα μαλλιά και να σου τραγουδώ νανουρίσματα. Το μητρικό ένστικτο είναι συνδεδεμένο με την φροντίδα και την αγάπη κι εγώ το είχα έντονο, δεν μπορούσα να το αρνηθώ σε κανένα έμβιο ον που θα μου το ζήταγε.

Ήσουν χαρούμενος,τα μάτια σου είχαν μια ιδιαίτερη λάμψη, που αντανακλούσε και φώτιζε τα πάντα γύρω σου, τα παρατηρούσα και με αιχμαλώτιζε αυτή η λάμψη έχοντας την εντύπωση ότι άγγιζε το θείο! Μέχρι την στιγμή εκείνη μόνο τα μάτια του Χριστού, είχαν τόσο φως και αγιοσύνη.

Έκτοτε με ακολουθούσες δε μπορούσες ούτε στιγμή να μείνεις μόνος σου, ακόμα και στα σκοτάδια μου τα φώτιζες κι αυτά. Κάποτε σε ρώτησα γιατί; Και μου απάντησες σχεδόν αυτόματα

”Δεν υπάρχει γιατί, μόνο αποφασιστικότητα και αισιοδοξία, υπάρχει.”

– Έχεις την ανάγκη προστασίας, σου είπα, αισθάνεσαι ανασφάλεια; Κι αυτό το συμπέρανα από τον τρόπο πού ξάπλωσες στην αγκαλιά μου.

– Έχω ανάγκη από πολλά πράγματα, αλλά κι από μένα, μου είπες.

– Προσπάθησες ποτέ να τον υπερβείς; σε ρώτησα.

– Ποιόν ;

– Μα τον εαυτό σου, απάντησα.

– Όχι δεν χρειάσθηκε. Θα το κάνεις για κάποιον κάποτε ή για κάτι που θα έχει αξία; Συνέχισα να ρωτώ.

– Δεν ξέρω, είπες δισταχτικά, εγώ ότι έχω ανάγκη το ζητώ!

– Πάντα;

– Σχεδόν πάντα, όπου με παίρνει, μάλλον. Μου απάντησε. ”Αυτό χρειάζεται ερμηνεία” πρόσθεσα.

– Μην γίνεσαι σχολαστική, δε χρειάζονται όλα ερμηνεία, τα λόγια ,οι πράξεις, οι αφορμές…

Σα να ‘χει δίκιο συμπέρανα αργότερα, ενώ σκεφτόμουν τις απαντήσεις του.

– Είσαι αισιόδοξη; με ρώτησες όταν σε ξαναείδα.

– Ναι πολύ, απάντησα αμέσως, γιατί θεωρούσα ότι είναι το χαρακτηριστικό μου. Πάντα ήμουν, γιατί πιστεύω στα μικρά καθημερινά θαύματα, συμπλήρωσα.

– Ωραία απάντησες, να ένα κοινό μας στοιχείο!

Αυτή η αποκάλυψη με έκανε πιο εκδηλωτική με αποτέλεσμα να θέλω να σου εμπιστευθώ κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό που έμοιαζε με προαίσθηση και όραμα. Βλέπεις σου είπα, μπροστά μου ανοίγεται ένας δρόμος ανηφορικός που όσο ανεβαίνω, τόσο αυξάνεται το μήκος του κι εγώ ακολουθώ.

– Τι ακριβώς ακολουθείς; με ρώτησες.

– Ένα φως , απάντησα. Κι όσο το πλησιάζω τόσο αυτό απομακρύνεται και μοιάζει να μου γνέφει ακολούθα΄ και δε μπορώ να μην το ακολουθώ γιατί νιώθω πως με οδηγεί κάπου, δεν ξέρω πού μα μου φωτίζει το δρόμο κι εγώ το εμπιστεύομαι. Πολλές φορές όμως ακολουθώντας σχεδόν τυφλά, το μονοπάτι, κουράζομαι. Τότε θέλω κάπου ν’ ακουμπήσω, έστω σε κάποια πέτρα να καθίσω λίγο και να ξεκουραστώ. Στην αρχή το μονοπάτι αυτό έμοιαζε αρκετά κακοτράχαλο με ογκώδης πέτρες και αγκάθια στα πλαϊνά του. Τώρα έχει γίνει αρκετά προσβάσιμο, σα να κατάλαβε την προσπάθειά μου και μου το έκανε πιο εύκολο και πιο προσβάσιμο, συγκαταβατικό, ν’ ακολουθώ το φως που τρέχει εμπρός μου.

Τι λες θα με ακολουθήσεις; μερικές φορές λυγίζουν τα γόνατά μου απ’ την προσπάθεια και θέλω κάποιον δίπλα μου να με στηρίζει. Θα γίνεις συνοδοιπόρος μου; Μαζί θα είναι πιο εύκολο.

– Δίστασες… να το σκεφτώ, μου είπες.

– Όσο θέλεις, απάντησα, δε βιάζομαι, έχω υπομονή, θα περιμένω…

Οι μέρες περνούσαν, το μονοπάτι περίμενε, αλλά εγώ δεν το σκεφτόμουν, είχα πέσει σε περισυλλογή και σε αναμονή της απόφασης!

Απέφευγα να σ’ ενοχλήσω, για να πάρεις ανεπηρέαστος την απόφαση.

Την τρίτη μέρα αποφάσισα να βγω για μια βόλτα. Ακολούθησα το σύνηθες πλακόστρωτο δρομάκι προς το άλσος. Στο πρώτο παγκάκι μέσα στο άλσος συνάντησα ένα ζητιάνο που με κατάλαβε και άρχισε να φωνάζει, ”πεινάω” Του έδωσα το κουλούρι που κρατούσα.

Πιο κάτω είδα μια γριούλα να σέρνει μετά δυσκολίας δύο σακιά και να αγκομαχά λαχανιασμένη και κάθιδρη. Έτρεξα προς το μέρος της και της ξαλάφρωσα το ένα χέρι, παίρνοντας το σακί και ταυτόχρονα μοιραστήκαμε το άλλο βάρος κρατώντας από το ένα άκρο του, στα διπλανά μας χέρια. Και πάλι με δυσκολία, σηκώναμε το βάρος.

Σε λίγο άκουσα πίσω μας κάποιο κουδούνισμα, μάλλον ποδηλάτου και πριν συνειδητοποιήσουμε και προλάβουμε να μαζευτούμε προς την άκρη του δρόμου, η γιαγιά παρασύρθηκε. Έπεσε το σακί της, έφυγε απ΄ το χέρι της, τα πορτοκάλια κατηφόρισαν, κάτω και παντού. Ο ποδηλάτης πέρασε πάνω απ το πόδι της γιαγιάς και έσκασε λίγα μέτρα πιο κάτω, αλλά σηκώθηκε αμέσως, φωνάζοντας. ”Στραβάδια γιατί με ρίξατε, καταστράφηκε το ποδήλατό μου.” Δεν άργησα να αντιδράσω, έσκισα το πουκάμισό μου και σκούπισα το τραύμα ζητώντας βοήθεια , που σχεδόν ήρθε αμέσως, ευτυχώς στη γωνία υπήρχε φαρμακείο ανοιχτό και ένας κύριος έφερε ιώδιο. Σε λίγο το ασθενοφόρο πήρε την γιαγιά για το πλησιέστερο νοσοκομείο. Ο ποδηλάτης με πλησίασε κι αφού με έβρισε πάλι αποδίδοντάς μου την ευθύνη για το συμβάν ζητούσε και αποζημίωση για την υποτιθέμενη ζημιά του ποδηλάτου, αδιαφορώντας για τον τραυματισμό της ηλικιωμένης.

– Έμεινα άναυδη με αυτή την συμπεριφορά, ενός νέου ανθρώπου. Έπρεπε να ντρέπεσαι του είπα.

– Εγώ ότι θέλω το παίρνω μου είπε, και κατέβασε την κουκούλα! Δεν είναι δυνατόν, ψέλλισα. Εσύ εδώ;

– Τι περίμενες μου είπε. Χαζο-συναισθηματισμούς εγώ δε σηκώνω κι από άμυαλες κορασίδες όπως εσύ, δεν συγκινούμαι, πήγαινε γρήγορα να πείσεις την ξεμωραμένη σου,να μου σκάσει το παραδάκι, το κατάλαβες;

Δεν μπορούσα ν΄αρθρώσω λέξη, ήταν ο φίλος μου και μόλις είχε αποκαλυφθεί το πραγματικό του πρόσωπο. Ο κύριος με το ιώδιο έφτασε να μου φέρει και νερό βλέποντάς με κάτωχρη.

”Στρίβε του είπε μην ενοχλείς την κοπέλα. Εξαφανίσου αμέσως, γιατί καλώ την αστυνομία και έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου. Έννοια σου θα σε κανονίσω αμέσως” και πληκτρολογούσε κάποιο νούμερο στο κινητό του. Το περίεργο είναι ότι ο θρασύδειλος σήκωσε το ποδήλατο έτρεξε μέχρι την αρχή της κατηφόρας το καβάλησε και εξαφανίσθηκε. Στη συνέχεια από τον Κο Παύλο έμαθα ότι τον γνώριζε αρκετά καλά.

”Το έχει σύστημα δεσποινίς, μου είπε. Έχει διδαχθεί καλά την τέχνη να χειρίζεται καταστάσεις και ανθρώπους. Όλη η οικογένειά του έχει ιστορικό στην ασφάλεια. Κλέφτες και κακοποιοί και χειριστές απονήρευτων κορασίδων. Το νου σας μη ξανα-πλησιάσει, να τον καταγγείλετε αμέσως.

Είχα πάρει το μάθημά μου. Έμαθα ότι για να πάρεις ,πρέπει πάντα να ζητήσεις. Να κρατώ πάντα μια πισινή, και να υποψιάζομαι τους πολύ γελαστούς ανθρώπους, καθώς επίσης και τους χειριστικούς που χρησιμοποιούν την ιδιότητά τους σαν ζητιάνοι, για να έχουν πάντα να λαμβάνειν, ρίχνοντας την ενοχή της υπερηφάνειας και της ακατάδεχτης, σε μένα!

Ο ανήφορος μου ανήκει, είναι όλος δικός μου. Έπαψα πια να ψάχνω συνοδοιπόρο, και το έπαθλο, μου ανήκει επίσης, το διεκδικώ όλο, δικαιωματικά.

0 0 votes
Article Rating
Posted in ,
Βιβή Καρά

Βιβή Καρά

Με συγκλονίζει η συγγραφή. Αποτελεί για μένα βασική ζωτική λειτουργία. Σκοπός μου είναι με την αρθρογραφία να αφυπνίσω και να συμβάλλω στην ψυχική ισορροπία των αναγνωστών μου.

Παρακολούθησε τις απαντήσεις
Ενημέρωσε με για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments