Γεύση αρμύρας, μαλλιά ξεχυμένα στους ώμους γεμάτα αλάτι και εγώ καθισμένη στο καρεκλάκι μου να πλατσουρίζω τα ποδαράκια μου ενώ η μητέρα μου προσπαθεί να με κάνει να φάω το μεσημεριανό μου..
Ναι ήμουν λιγόφαγη και κατά συνέπεια δύσκολη στο να φάω..αγαπούσα όμως τη θάλασσα πολύ.. και αυτή είναι από τις πρώτες μου αναμνήσεις εκεί γύρω στα τρία με τέσσερα μου έτη στο πατρικό μου δίπλα στη θάλασσα..
Ναι νιώθω ευλογημένη γεννήθηκα σε ένα τόπο δίπλα στη θάλασσα σε μια πανέμορφη γραφική μέσα στα πεύκα κωμόπολη αποικία Μικρασιατών τη Νέα Πέραμο Αττικής..
Το πατρικό μου δίπλα στη θάλασσα..το παράθυρο του δωματίου μου μπροστά στο κύμα..
Κάθε πρωί ήταν το πρώτο πράγμα που αντίκριζα …
Ξυπνούσα από τις φωνές των γλάρων που αναζητούσαν την τροφή τους πετώντας χαμηλά πάνω από την αστραφτερή επιφάνεια των κυμάτων της..
Άνοιγα την μπαλκονόπορτα και στεκόμουν εκεί μαγεμένη να την κοιτώ..
Ποτέ δεν ήταν η ίδια πάντα..κάθε μέρα διαφορετική αλλά το ίδιο μαγευτική..
Όλες οι αποχρώσεις του μπλε … και εγώ να στέκομαι εκεί μαγεμένη να την κοιτώ εισπνέοντας την αλμύρα της..
Πόσο υπέροχη ανάμνηση… και αμέσως μετά μια έντονη θύμηση με τον πάτερα μου και εμένα εκεί γύρω στα 5 με 6 έτη να με πετά στα βαθιά της καταγάλανα νερά για να μάθω κολύμπι…
Να βυθίζομαι..να νιώθω να με τυλίγει και με αγωνία να κουνώ γρήγορα χέρια και πόδια γουρλώνοντας τα ματάκια μου να βγω στην επιφάνεια ..
Η φωνή του πατέρα μου δίπλα μου να μου λέει.. «μη φοβάσαι… αφήσου.. άφησε το σώμα σου ελεύθερο να ανέβει στην επιφάνεια..» και εγώ να εμπιστεύομαι τη φωνή και τη θάλασσα μου και να της αφήνομαι .. να χαλαρώνω και να νιώθω να με αγκαλιάζει και να με σπρώχνει ψηλά προς τα επάνω..
Ακόμα χαμογελώ στην εικόνα… οι κινήσεις μου σαν κάτι μικρά σκυλάκια που προσπαθούν να κολυμπήσουν κουνώντας χεράκια και ποδαράκια συγχρονισμένα για να παραμείνουν στην επιφάνεια..
Αυτό ήταν..την αγάπησα βαθιά.. η σχέση μας από τότε έγινε παθιασμένη..
Όλη μέρα ήθελα να βρίσκομαι κοντά της..μέσα της.. μέχρι που τα δαχτυλάκια μου ζάρωναν.. τα χείλια μου μελάνιαζαν αλλά εγώ εκεί..
Οι φωνές της μητέρας μου που φοβόταν μην κρυώσω κατάφερναν να με βγάλουν τελικά και αυτό με δυσκολία..
Και ύστερα υπήρχαν και εκείνες οι βόλτες με το βαρκάκι του παππού με τα κουπιά ..
Στην αρχή καθόμουν στο πλάι απολαμβάνοντας τη βαρκάδα βουτώντας τα δαχτυλάκια μου μέσα στο νερό αγγίζοντας και χαϊδεύοντας την ..
Μεγαλώνοντας έμαθα να τραβώ και εγώ κουπί.. έμαθα να τη σέβομαι και να την αγαπώ ακόμα περισσότερο..πηγαίνοντας «με τα νερά της» όπως μου έλεγε ο αγαπημένος μου παππούς..
Στη θάλασσα ψιθύρισα την πρώτη μου απογοήτευση …αυτή με παρηγόρησε ..με άκουσε.. με άφησε να κλάψω μέσα της..την ένιωσα να με αγκαλιάζει να με τυλίγει έγινε το καταφύγιο μου..
Αλλά και τις χαρές μου , ναι τις χαρές μου ,τις μεγέθυνε, τις θέριευε τις διεύρυνε ,τις ανύψωνε και τότε την έβλεπα να χαίρεται και αυτή με εμένα και να λαμπυρίζει να αστράφτει κάτω από το φως του Ήλιου ή του φεγγαριού ..δεν ειχε σημασία…
Αχ θάλασσά μου εσύ.. είσαι ο φάρος μου .. η εξομολογήτρα μου..είσαι λύτρωση … ελευθερία..
Είσαι απέραντη ..γαλάζια .. κάθε άνθρωπος μπροστά σου γίνεται καλύτερος …φτάνει να σε εμπιστευτεί με σεβασμό…
Είσαι η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου…
Αχ θάλασσά μου εσύ…